Άρθρα
ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΜΑΝΙΑΤΗΣ
Η ψευδαίσθηση της εγγύτητας: Αναζητώντας τα υπαρξιακά ίχνη στην εποχή της διασύνδεσης
Installation: Absorbed by Light | Gali May Lucas & Karoline Hinz | 2020 - Amsterdam Light Festival
Søren Kierkegaard
Η σύγχρονη ψηφιακή εποχή έχει επιφέρει πρωτοφανείς αλλαγές στον τρόπο που ως άνθρωποι αλληλεπιδρούμε με τους άλλους, δημιουργώντας έναν νέο, λαμπερό, θαυμαστό και παράλληλα μοναχικό κόσμο για όλους. Οι έξυπνες συσκευές, τα social media και πιο πρόσφατα οι πολλαπλές εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης αποτελούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του σύγχρονου ανθρώπου, προσφέροντας ταυτόχρονα ευκαιρίες αλλά και νέες μορφές εξάρτησης. Η διαρκώς αναβαθμισμένη ψηφιακή εποχή μας υπόσχεται παγκόσμια διασύνδεση, αμεσότητα στην επικοινωνία και άμεσες απαντήσεις σε κάθε τύπο ερωτημάτων, παράλληλα όμως, αναδεικνύει μια αντίφαση: πως όσο αυξάνεται η δυνατότητα ψηφιακής εγγύτητας, τόσο μεγαλώνει η εμπειρία της μοναξιάς και της αποξένωσης που βιώνουμε. Αυτή η διαλεκτική, θα μπορούσαμε να πούμε, της οικειότητας —της εγγύτητας που αναζητάμε και της απομάκρυνσης που βιώνουμε— αποτελεί έναν από τους κεντρικούς πυλώνες του ψηφιακού εθισμού που εκκινεί από την προσφορά μιας φωτεινής επιφάνειας διεπαφής και καταλήγει σε μια πλασματική συνάφεια, που μοιάζει να διαπερνά τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξής μας, καθώς η ψηφιακή διασύνδεση υποκαθιστά, όλο και περισσότερο, την πραγματική επικοινωνία, αφήνοντας το νεωτερικό άνθρωπο σε μια κατάσταση διαρκούς περιπλάνησης, δημιουργώντας, εντέλει, ένα εξελισσόμενο φαινόμενο που αντανακλά τις ανάγκες και τα κενά της ανθρώπινης ύπαρξης στον σύγχρονο κόσμο.
Μοιάζει αρχικά παράδοξο, σήμερα που η τεχνολογική πρόοδος έχει πραγματοποιήσει τεράστια βήματα έχοντας μειώσει δραστικά τον αγώνα μας για επιβίωση και την εκπλήρωση των βασικών μας αναγκών, το πως εξακολουθούμε να αδιαφορούμε για την ανάγκη μας για τα θεμελιώδη και ευαίσθητα ζητήματα που μας συνδέουν με τους άλλους και διανοίγονται στον κόσμο μας. Αυτά που εξακολουθούν να παραμένουν αναλλοίωτα, αιώνες τώρα, στην ανθρώπινη διαδρομή: την λαχτάρα μας για εγγύτητα, αποδοχή και αγάπη. Για την υπαρξιακή προσέγγιση κάθε εθισμός, ανεξάρτητα από τη μορφή του, ήταν πάντα μια απελπισμένη αναζήτηση σε ένα ψευδές και ανέλπιδο μονοπάτι στην εκπλήρωση της ανθρώπινης ελευθερίας. Με αυτή την έννοια εκτός από μια φυσική επιστημονική προοπτική χρειαζόμαστε επίσης ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο για να καταλάβουμε πραγματικά τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και τι ορίζουμε ως ψυχοπαθολογία. Στις μέρες μας, ίσως, αυτό έχει επιπλέον νόημα αν κάνεις διακρίνει τις πολλαπλές διαστάσεις του εθισμού στο σύγχρονο μεταβαλλόμενο τοπίο της παγκοσμιοποιημένης, τεχνολογικής εποχής μας ιδίως ως αποτέλεσμα της κατακλυσμιαίας εμβέλειας του διαδικτύου και των έξυπνων συσκευών. Μέσα από την ψηφιοποίηση της εποχής μας, σε παγκόσμιο επίπεδο, μια νέα κουλτούρα άμεσης ικανοποίησης ενισχύει τις παρορμήσεις μας, δημιουργώντας νέα πρότυπα συμπεριφοράς που εξυπηρετούν συχνά τον ίδιο λειτουργικό σκοπό μιας αποχαύνωσης, αποκόπτοντάς μας συχνά από την πραγματικότητα, την αληθινή μας ανάγκη για εγγύτητα, μας απομονώνει από την οικειοποίηση του δικού μας υπαρξιακού ερωτήματος και κυρίως μας απομακρύνει από την προσωπική μας απάντηση σε αυτό που διαμορφώνει το προσωπικό μας mineness. Η απάντηση του υπαρξισμού στο πρόβλημα της αυτοτέλειας και αυτοδιάθεσης του ανθρώπου λέει πως ο άνθρωπος δεν έχει ελευθερία αλλά είναι ελευθερία. Δείχνοντας έτσι πως ο άνθρωπος δεν γίνεται να παραιτηθεί από την ελευθερία του ως πηγή αυτοκαθορισμού. Ο άνθρωπος ως άρρηκτα και αδιαίρετα διασχεσιακά θεμελιωμένη παρουσία στον κόσμο αλλά και ως μια ρευστή διαδικασία-εμπειρία, είναι η πηγή κάθε φαινομένου και συνεπώς ο μόνος που μπορεί να “απαντήσει” ή σωστότερα να διερωτηθεί για το πρωταρχικό ζήτημα της ύπαρξής του, πριν κατανοήσει τους εθισμούς του και το ρόλο τους στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη ζωή, είναι ο μόνος που καλείται να αντιμετωπίσει τη δυσαρμονία ανάμεσα στο “εγώ” που λέει, φαντάζεται ή ονειρεύεται πως είναι και στο “εγώ” που δομεί τις εμπειρίες του.
Η ισορροπία μεταξύ ευχαρίστησης και πόνου, μεταξύ ματαίωσης και εκπλήρωσης, η αυτογνωσία και η ανάληψη, εν τέλει, της ευθύνης μας για τον κόσμο που κατοικούμε και συνδημιουργούμε είναι στοιχεία που ενώνουν την ανάλυση πολλών σύγχρονων στοχαστών με την υπαρξιακή προοπτική. Η Lembke στο βιβλίο της «Η γενιά της ντοπαμίνης» επαναφέρει την υπαρξιακή υπενθύμιση πως η συνεχής επιδίωξη άμεσης ευχαρίστησης, γνώριμη όσο ποτέ στις μέρες μας, δεν υποκαθιστά τη βαθύτερη αναζήτηση νοήματος. Η ίδια σημειώνει πως η ντοπαμίνη εμπλέκεται σε πολλές από τις διαδικασίες της ζωής μας, είναι αυτή που μας κάνει να προσεγγίζουμε αντανακλαστικά, χωρίς συνειδητή σκέψη, την ευχαρίστηση, μας βοηθά να αποφεύγουμε την αγωνία και τον πόνο. Οι εθισμοί μας εδώ δεν είναι παρά απαντήσεις που δίνουμε ως άνθρωποι που αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα βαθύτερα ερωτήματά μας, καθώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις θεμελιώδεις υπαρξιακές μας ανησυχίες, όπως την απομόνωση ή την μοναξιά, την έλλειψη νοήματος ή τον θάνατο και κυρίως δείχνουν, στο εδώ και τώρα της ενσώματης εμπειρίας μας, το πως διαχειριζόμαστε την εγγενή ελευθερία μας. Ο Gabor Mate περιγράφει ως προς αυτό πως είναι αδύνατον να απαντήσεις στο ερώτημα του τι κρατά τους ανθρώπους αιχμαλώτους στην εθιστική τους συμπεριφορά αν προσεγγίζεις συνολικά το θέμα των σύγχρονων εξαρτήσεων ως αδυναμία θέλησης, ηθική αποτυχία ή αποτέλεσμα κάποιων λανθασμένων επιλογών. Η πραγματικά σωστή τοποθέτηση, περιγράφει ο ίδιος, είναι να προσπαθήσεις να αναρωτηθείς τι είναι αυτό που κάνει τόσο απαραίτητο τον εθισμό στη ζωή τους, αναζητώντας μαζί τους αυτά που είναι ουσιώδη για αυτούς. Με τα δικά του λόγια: «να αναρωτηθείς όχι γιατί είναι εθισμένοι αλλά γιατί πονούν». Με αυτή την έννοια η χρήση του διαδικτύου ή των έξυπνων συσκευών δεν είναι η αιτίες των εξαρτήσεων μας αλλά τα συμπτώματα των συγκρούσεων, των ελλείψεων και βαθύτερων των απογοητεύσεών μας. Παρότι στο βιβλίο της η Lembke προτείνει στρατηγικές αυτοσυγκράτησης, όπως την «ντοπαμινεργική νηστεία», οι οποίες απαιτούν συνειδητές αποφάσεις και μεγάλη αυτογνωσία η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία προτιμά να δίνει έμφαση στην προσωπική ευθύνη και την ελευθερία επιλογής του ατόμου αναγνωρίζοντας πως η ζωή είναι γεμάτη δίπολα και αντιθέσεις και ότι η αποδοχή του πόνου και της αγωνίας είναι συχνά απαραίτητη για την ανάπτυξη και την πληρότητα· τονίζοντας πως χρειάζεται να είμαστε σε εγρήγορση, αναγνωρίζοντας διαρκώς τη μικρή πολλές φορές διαχωριστική γραμμή που χωρίζει όλα όσα έχουν νόημα στη ζωή και παράλληλα αποτελούν τα μεγαλύτερα πάθη μας.
Ιδιαίτερα ευάλωτες μοιάζουν να είναι εδώ οι ομάδες των ατόμων που βρίσκονται στην παιδική, εφηβική ή στη νεανική ηλικία καθώς κυρίως, αλλά όχι μόνο, για αυτές το διαδίκτυο και οι έξυπνες συσκευές συνδέονται με κοινωνικές και ομαδικές δραστηριότητες και που σε αυτά τα άγουρα, τρυφερά και συχνά άγρια χρόνια είναι άμεσα συνδεδεμένες με την διαμόρφωση και οριοθέτηση της υπαρξιακής τους ταυτότητας. Ο Erikson αναφερόμενος στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής σημειώνει πως παρότι τα παιδιά σταδιακά κατορθώνουν να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους, βρίσκοντας τη χρυσή τομή ανάμεσα στην ενίσχυση που πηγάζει από τον εαυτό τους και εκείνη που δέχονται από τον εξωτερικό κόσμο, η διαμόρφωση των συνθηκών όπου οι διαδικασίες της μάθησης θα επιτευχθούν ή όχι είναι περισσότερο συνυφασμένες με το πλαίσιο που εμείς οι ενήλικες διαμορφώνουμε για αυτά. Συνεπώς δείχνουν την ευθύνη μας απέναντί τους αλλά και με κάποιον ακόμη τρόπο ως προς τις επόμενες γενιές αφού, αργότερα, και η δική τους γονεϊκή συμπεριφορά θα αποτελέσει μελλοντικό πρότυπο. Η στάση μας απέναντι στα παιδιά μπορεί επίσης να διδάξει τα ίδια να επιτύχουν την αυτονομία και την αυτοεκτίμησή τους ενισχύοντας εντέλει την ελευθερία τους να γίνουν ότι επιθυμούν. Και αυτό παραδόξως είναι, ίσως, το δυσκολότερο μέρος του γονεϊκού μας ρόλου αφού συχνά μοιάζει απαιτεί μια νέα διαμορφωμένη ερμηνεία της φροντίδας και αγάπης μας γι’ αυτά αλλά και την εφαρμογή μιας πολύ λεπτής βιωματικής ισορροπίας στο τι τους επιτρέπουμε και τι όχι. Εκεί όπου καλούμαστε άλλοτε να τα αγκαλιάζουμε προστατευτικά βοηθώντας τα να ξεπεράσουν τις παρορμητικές και εθιστικές τους επιθυμίες και άλλοτε να τα σπρώχνουμε στην ανοιχτότητα του κόσμου τους, καθιστώντας τα εν τέλει ικανά να επιλέγουν, να επηρεάζουν και να κατασκευάζουν τις δικές τους αλήθειες. Ο Bowlby μελετώντας τις πρωταρχικές εμπειρίες των ατόμων τόνισε, και αυτός με τη δική του θεωρία, πως η φύση και η μορφή της πρωταρχικής διαπροσωπικής μας αλληλεπίδρασης, έτσι όπως διαμορφώνεται μέσα σε ένα πλαίσιο ασφαλών ή ανασφαλών σχέσεων, γίνεται το ενεργό μοντέλο δεσμού που μέσα από γνωστικές και κυρίως μέσα από συναισθηματικές συνιστώσες θα γενικευτεί στις μετέπειτα διαπροσωπικές μας σχέσεις επηρεάζοντας όλα τα στάδια της ανάπτυξης, ορίζοντας έτσι με αυτό τον τρόπο την πραγματικότητα του ατόμου, δίνοντάς του μια πρωταρχική ταυτότητα μέσα από την οποία ως ενήλικας πλέον θα αντιλαμβάνεται κάθε διαπροσωπική σχέση και αλληλεπίδραση. Η ανορίωτη έκθεση του παιδιού ή του εφήβου σε ένα πλήθος ανεξέλεγκτων ερεθισμάτων μπορεί κατά συνέπεια να διαμορφώσει τις προσδοκίες του για το αν είναι άξιο αγάπης ή κατά πόσο μπορεί να βασίζεται στους άλλους επηρεάζοντας την αυτοαντίληψή του στη βάση της συναισθηματικής του ισορροπίας αλλά και κατά προέκταση την κοινωνική του ανάπτυξη. Ο ίδιος σημειώνει πως παρότι το σύστημα προσάρτησης είναι δυνατότερο τα πρώτα χρόνια της ζωής, αφού τότε εξαρτόμαστε από τους άλλους σε απόλυτο ή τουλάχιστον μεγαλύτερο βαθμό, αυτό παραμένει ενεργό καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης διαδρομής, εκδηλώνεται με σκέψεις και συμπεριφορές που σχετίζονται με την εγγενή μας ανάγκη για εγγύτητα και την αναζήτηση υποστήριξης, διαμορφώνοντας παράλληλα τις αντιλήψεις ή τις προσδοκίες μας για τους άλλους, κατευθύνοντας την κοινωνική μας συμπεριφορά και αλληλεπίδραση. Σημαντικά κίνητρα εθισμών εμφανίζονται επίσης να είναι τα μεταβατικά στάδια ζωής, τα αντίξοα ή δραματικά γεγονότα, το φύλο, η φυλή, η οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και εργασιακή μας κατάσταση. Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, έχουμε βρεθεί ανέστιοι μπροστά σε επίπονα ερωτήματα όπως: Πόσο πονάει ένα χαμόγελο; Πόσο προσπαθείς να ταιριάξεις, αλλά δεν μπορείς; Πώς πληγώνεις τον εαυτό σου εξωτερικά προσπαθώντας να σκοτώσεις αυτό που σε τρώει μέσα σου; Η χρήση του το διαδικτύου και των έξυπνων συσκευών στοχεύει εδώ κυρίως στην ανακούφιση της αγωνίας που παράγεται από τη συσχέτιση των ανθρώπων με τους άλλους και τον κόσμο σε μια παλόμενη δυναμική σχέση που άλλοτε επιθυμεί ή προσπαθεί για συμμετοχή και άλλοτε μοιάζει να μας αποκόπτει ή να μας αποσύρει. Μοιάζει λοιπόν η πρωταρχική ανάγκη μας αλλά και η βαθιά επιθυμία μας να μοιραζόμαστε τη ζωή μας με άλλους, εντός ενός πλαισίου που πολλές φορές είμαστε συνδημιουργοί και αποδέκτες μαζί, να μας δυσκολεύει αφού εδώ εμφανίζεται το βασικό παράδοξο του πολιτισμού μας: να μας αγκαλιάζει προστατευτικά παρέχοντας μας την ασφάλεια που τόσο έχουμε ανάγκη και ταυτόχρονα να δρα καταπιεστικά σωπαίνοντας τις δυνατότητές μας.
Φυσικά και οι απαντήσεις σε τόσο πολύπλοκα και ευαίσθητα ζητήματα δεν είναι απλές και εύκολες. Απαιτούν, ίσως περισσότερο από ποτέ σήμερα, μια διεπιστημονική σύμπραξη που στον πυρήνα της αναγνωρίζει την αυτονομία του ανθρώπου, εκκινεί από τις επιλογές των ίδιων των ψηφιακά εθισμένων ατόμων, αλλά και την παραδοχή πως βρισκόμαστε πάντα εν-τω-κόσμω και με αυτή την έννοια είναι απαραίτητη η δική μας προνοητική φροντίδα ή μέριμνα τόσο για εκείνους που χρειάζονται όσο και για εκείνους που εν τέλει επιθυμούν την αλλαγή, αναζητά επίσης την διερεύνηση των δικών μας εθιστικών συμπεριφορών που πιθανόν να μας επιτρέψουν να είμαστε περισσότερο μαζί και λιγότερο δίπλα ή απέναντι στο φαινόμενο των σύγχρονων εξαρτήσεών μας, με τρόπο που να μας αφορά προσωπικά. Προωθώντας την έννοια της συν-εργασίας και δίνοντας έμφαση στη γεμάτη νόημα διαλογική συμμετοχή στη βάση ενός εποικοδομητικού προτύπου ικανού να επιτρέψει την διεύρυνση και ανάπτυξη των ανθρώπων που μας εμπιστεύονται, ενθαρρύνοντας εν τέλει τον αυτοκαθορισμό και την αυτονόμησή τους, διδάσκοντάς τους δηλαδή πώς να μαθαίνουν και όχι μόνο αυτά που θα έπρεπε να μάθουν. Θεραπευτικά είναι αδύνατο να συνδεθούμε και να συντονιστούμε με τους ανθρώπους που αγωνίζονται να επιβιώσουν και να κατανοήσουν τη σύγχυση, τις ανησυχίες ή τις καταπιεσμένες καταθλιπτικές τους πραγματικότητες αν δεν είμαστε πρόθυμοι να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας μέσα στον αγώνα της ζωής, πριν να βοηθήσουμε τους γύρω μας να επιβιώσουν στα ρεύματα της δικής τους πραγματικότητας και της προσωπικής τους αλήθειας. Μια υπαρξιακή ψυχοθεραπεία δεν επιδιώκει εδώ να λύσει ή να εξηγήσει, επιδιώκει κυρίως να διερευνήσει, να περιγράψει και να διευκρινίσει, προκειμένου να κατανοήσει τις ανθρώπινες δυσκολίες, επιτρέποντας στους ίδιους τους ανθρώπους να σταθούν με θάρρος απέναντι στις εντάσεις της ζωής τους, με τρόπους που να τους ενδυναμώνουν και να τους αναζωογονούν, λαμβάνοντας πάντα υπόψη το πλαίσιο και τους ορίζοντες του κόσμου μέσα στον οποίο ζουν. Αυτό μπορεί ακόμη να περιλαμβάνει την ανάγκη ή τη δυνατότητα να δούμε τη ζωή διαφορετικά από αυτό που, πιθανόν, κάποιοι άλλοι προκαθορίζουν για εμάς, σημαίνει, ίσως, ακόμη να κατανοήσουμε πως η ανθρώπινη συνθήκη δεν αποτελείται από μεγάλα γεγονότα, αλλά από αμέτρητες μικρές και εύθραυστες στιγμές· μιας διαδρομής που μας προσκαλεί να βγούμε έξω από το μικρόκοσμο των οθονών, να νιώσουμε τη ζεστασιά του ήλιου στο δέρμα μας, να ακούσουμε από κοντά το γέλιο ενός φίλου, να αναζητήσουμε το σύντομο αλλά τόσο βαθύ συναίσθημα που έχουμε όταν μας αγγίζει ο αγαπημένος ή η αγαπημένη μας. Να ξαναγίνουμε δηλαδή ενεργά πρόσωπα, παρούσες και παρόντες σε όλα αυτά που δεν είναι παρά πολύχρωμα νήματα που υφαίνουν το ύφασμα της ύπαρξής μας, κατοικούν το μοναδικό κόσμο μας, κι ίσως αυτό τα καθιστά εύθραυστα, παροδικά, τα κάνει τόσο πολύτιμα στα χρονικά περιορισμένα όριά του.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Bowlby, J. (1988). A secure base: Parent-child attachment and healthy human development. Minnesota: Basic Books
Erikson, E. H. (1968). Identity: Youth and crisis. New York: W. W. Norton & Company
Lembke, A. (2021). Dopamine nation: Finding balance in the age of indulgence. New York: Dutton
Maté, G. (2019). In the realm of hungry ghosts: Close encounters with addiction. Berkeley: North Atlantic Books