Το απόγευμα της Παρασκευής 4 Απριλίου μια μεγάλη ομάδα άρχισε να καταφθάνει στην Ερέτρια μέσα σε συνθήκες έντονης βροχής. Το βράδυ η ομάδα αυτή, η εκπαιδευτική μας ομάδα, συναντήθηκε για κάποιες βασικές οδηγίες με ένα αίσθημα δέους. Θέμα του φετινού βιωματικού σεμιναρίου, ο οίστρος.
Πράξη 1η | Χαμένες ευκαιρίες. Αφετηρία ο θάνατος όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό. Αλλά πόσες φορές μέσα από απώλειες και στιγμές χαμένων δυνατοτήτων και ευκαιριών δεν ακολούθησε ο οίστρος και η δημιουργία. Η εκπαιδευτική ομάδα έκανε βουτιά σε τέτοιες στιγμές, δημιουργώντας στο τέλος ποιήματα. Το πρώτο κομμάτι του βιωματικού έκλεισε μελωδικά.
Πράξη 2η | Ολύμπιοι Θεοί. Μέσα από την επαφή με τους Ολύμπιους Θεούς και τη ζύμωση με τα χαρακτηριστικά τους που φαίνονται οικεία, ελκυστικά, ενδυναμωτικά, αλλά και με αυτά που μοιάζουν ανοίκεια, μακρινά, ξένα, η εκπαιδευτική ομάδα δημιούργησε μονολόγους και θεατρικά γεμάτα ζωντάνια, γέλιο, ένταση, συγκίνηση. Σε ένα κλείσιμο που ο Θεός Άρης, ο Θεός του πολέμου αποφάσισε να μη μοιραστεί τις σκέψεις του. Ο οίστρος, η δημιουργικότητα, η ζωή μπορούν άραγε να κάνουν τον πόλεμο να υποχωρήσει;
Πράξη 3η | Οίστρος. Ο καιρός συντονίστηκε με το θέμα και έμοιαζε καλοκαιρινός. Την Κυριακή λοιπόν ακολούθησαν κολάζ, μουσική, ήχοι, παιχνίδια. Ποιός/ποιά είμαι όταν είμαι σε οίστρο και πώς βιώνω τον κόσμο; Με βάση τα ερωτήματα αυτά κάθε έτος του εκπαιδευτικού προγράμματος ήρθε σε επαφή ατομικά και ομαδικά με τον οίστρο. Η αίθουσα έγινε σα μια αίθουσα που φιλοξενεί έργα τέχνης. Με το τραγούδι «Κουπαστή» και κάποιους στίχους να λένε: «είναι μια νύχτα, μια τρελή βραδιά, που λάμπουν τ’ άστρα, λάμπει κι η καρδιά και κάπου απέναντι είναι το νησί, που ‘χει κοράλλια», το 4ο έτος έδωσε το δικό του στίγμα, μιας που το βιωματικό αυτό είναι το τελευταίο της ομάδας του.
Και μιας που όλα τελειώνουν κάποια στιγμή, έτσι ολοκληρώθηκε και το φετινό βιωματικό με συγκίνηση και μοιράσματα. Με μια αίσθηση ότι θα επιστρέψουμε στον κόσμο, εκεί έξω, και μια άλλη ότι εδώ μέσα κάτι διαφορετικό συμβαίνει. Μια αγάπη δίχως φόρμες, μια εστία που όλες και όλοι καθόμαστε τριγύρω και ξέρουμε ότι μπορούμε να επιστρέφουμε εκεί.
Κείμενο: Έφη Μπόνη