Σχόλια σεμιναρίων
ΔΙΗΜΕΡΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 17&18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2025
O Κώδικας Δεοντολογίας στην Ψυχοθεραπεία
Το δεύτερο φθινοπωρινό σεμινάριο του Γίγνεσθαι, της Ελληνικής Εταιρείας Υπαρξιακής Ψυχολογίας, με θέμα, για αυτό το διήμερο, τον Κώδικα Δεοντολογίας στην Ψυχοθεραπεία, πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά την Παρασκευή 17 και το Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025. Περισσότερα από εκατό συμμετέχοντα άτομα συναντήθηκαν μέσα από στις οθόνες τους δημιουργώντας έναν κοινό χώρο διαλόγου που ανέδειξε και πάλι τη σημασία της ανθρώπινης συνάντησης. Τόσο αυτές και αυτοί που συμμετέχουν ενεργά ως ειδικευόμενες και ειδικευόμενοι στο Πρόγραμμα Εξειδίκευσης στην Υπαρξιακή Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία όσο και οι εξωτερικοί φοιτητές και φοιτήτριες, που συμμετείχαν, με μεγάλο ενδιαφέρον για να γνωρίσουν την υπαρξιακή προσέγγιση, διαμόρφωσαν, μαζί με τη διδακτική και εποπτική ομάδα του Γίγνεσθαι, ένα κλίμα που εν πολλοίς θύμιζε μια ζωντανή, παλλόμενη συνομιλία, συν-κατασκεύασαν μια επιμορφωτική διεργασία, μέσα από τις ζωντανές συνομιλίες για τις δεοντολογικές προκλήσεις και τα μικρά ή μεγάλα ηθικά διλήμματα που ανακύπτουν στις θεραπευτικές σχέσεις και την κλινική πρακτική της ψυχοθεραπείας. Έτσι, για μια ακόμη φορά, ο κώδικας δεοντολογίας για την ψυχοθεραπεία αποτέλεσε αφορμή για μια συλλογική διερεύνηση των πρωταρχικών αξιών που θεμελιώνουν τη θεραπευτική πράξη: της ευθύνης, της ελευθερίας, της εμπιστοσύνης και της αυθεντικότητας, αναδεικνύοντας εντέλει την ίδια τη δεοντολογία όχι ως ένα σύνολο εξωτερικών κανόνων, αλλά ως τρόπο ύπαρξης και στάσης απέναντι στην ανθρώπινη ευαλωτότητα.
Η πρώτη μέρα άρχισε με την παρουσίαση της Δήμητρας Ταγαρά, MSc, η οποία ανέπτυξε με ακρίβεια και συνέπεια τις βασικές αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας. Ξεκινώντας την παρουσίασή της, η Δήμητρα, τόνισε ότι η δεοντολογία δεν είναι μόνο ένας νομικός ή τυπικός κώδικας για τις/τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, αλλά μια ζωντανή, διαπροσωπική συμφωνία με πολλαπλές ηθικές προεκτάσεις που γεννιέται μέσα στη σχέση του θεραπευόμενου ατόμου με τον θεραπευτή ή την θεραπεύτριά του. Η ευθύνη, ο σεβασμός, η εχεμύθεια, η αποφυγή βλάβης και η προαγωγή της αυτονομίας του θεραπευόμενου ατόμου παρουσιάστηκαν, από την ίδια, όχι ως τυπικές ή νομικές υποχρεώσεις, αλλά ως πράξεις συνείδησης που απαιτούν διαρκώς την εσωτερική εγρήγορση και αυτοκριτική από κάθε θεραπευτή και θεραπεύτρια. Η Δήμητρα τόνισε και ανέδειξε εδώ τη σημασία της δεοντολογικής επίγνωσης ή ενημερότητας, ως μια βαθύτερη εσωτερική στάση και όχι ως απλή συμμόρφωση σε κανόνες και αναφέρθηκε σε μικρά παραδείγματα από την ψυχοθεραπευτική πρακτική, όπου η γραμμή μεταξύ επαγγελματικής ευθύνης και ανθρώπινης οικειότητας αποδεικνύεται λεπτή και συχνά εύθραυστη. Η δεοντολογία, όπως υπογράμμισε η ίδια, δεν επιβάλλεται έξωθεν χρειάζεται να είναι μια διαδικασία συνεχούς αυτοπαρατήρησης και αναστοχασμού, όπου ο θεραπευτής ή η θεραπεύτρια συχνά καλούνται να αναμετρηθούν με τα όριά τους, αναγνωρίζοντας τα τυφλά σημεία τους, συνειδητοποιώντας τις προκατασκευασμένες θεωρίες και τις ασυνείδητες επιθυμίες τους που μπορεί να διαμορφώνουν τη στάση τους. Η συζήτηση που ακολούθησε επεκτάθηκε στις γκρίζες ζώνες της θεραπευτικής πρακτικής — εκεί όπου ο κώδικας δεοντολογίας δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις, αλλά αναζητά το διάλογο, την ενσυναίσθηση και το ήθος της θεραπευτικής παρουσίας. Η έννοια της ευθύνης αναδείχθηκε και εδώ ως ο θεμέλιος λίθος της δεοντολογικής πρακτικής, μια ευθύνη όχι μόνο απέναντι στο θεραπευόμενο άτομο, αλλά και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας, στο επάγγελμα αλλά και απέναντι στην ευρύτερη κοινότητα μέσα στην οποία κατοικούμε.
Το πρωινό του Σαββάτου, η Αγγελική Λιανού, M.A., προσέγγισε το θέμα του διημέρου από την πλευρά της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας, μέσα από μια υπαρξιακή θεώρηση των θεραπευτικών διλημμάτων, φωτίζοντας τις ηθικές προκλήσεις που γεννιούνται στην πρακτική της θεραπείας. Η ίδια μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο ως θεραπευτές ή θεραπεύτριες καλούμαστε να κινηθούμε ανάμεσα στην ελευθερία και την ευθύνη, στην αλήθεια και στην ενσυναίσθηση, στην ανάγκη μας να προστατεύσουμε και ταυτόχρονα να απελευθερώσουμε τα θεραπευόμενα άτομα από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Η Αγγελική υπογράμμισε ότι κάθε θεραπευτικό δίλημμα είναι πρωτίστως υπαρξιακό: αφορά την επιλογή του θεραπευτή ή της θεραπεύτριας να σταθούν γνήσια και αυθεντικά δίπλα στο θεραπευόμενο άτομο, να ακούσουν χωρίς να γνωρίζουν εκ των προτέρων, να πράξουν χωρίς τη βεβαιότητα που τόσο επιθυμούν. Αναφέρθηκε σε παραδείγματα καθημερινών διλημμάτων — όπως στη διαχείριση της εμπιστευτικότητας, στις επαφές εκτός θεραπευτικού πλαισίου, στην λεπτή ισορροπία μεταξύ οικειότητας και επαγγελματικής απόστασης — και ανέδειξε ότι η λύση που συχνά αναζητάμε δεν βρίσκεται σε κάποιους τυπικούς κανόνες, αλλά κατοικεί στην ίδια τη θεραπευτική σχέση και παρουσία. Συνεχίζοντας την παρουσίασής της κάλεσε τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες του σεμιναρίου να στοχαστούν πάνω σε πραγματικά περιστατικά και μέσα από τη συμμετοχή τους σε βιωματικές ασκήσεις, σε δυάδες αλλά και σε τετράδες, να ακούσουν ο ένας τον άλλον χωρίς να προσπαθούν να απαντήσουν, βιώνοντας πώς η σιωπή και η αμηχανία μπορούν να ανοίξουν χώρο για κατανόηση. Η Αγγελική φώτισε επίσης πολλές από τις απλές στην επιφάνεια αλλά αποκαλυπτικές στο βάθος τους αλήθειες της θεραπευτικής πρακτικής. Κλείνοντας την ομιλία της μέσα από μια αναδρομή-παρουσίαση σε σημαντικά έργα τέχνης παραλλήλισε και ανέδειξε τη σημασία της ταπεινότητας στη θεραπευτική σχέση και της διάθεσης για αυθεντική συνάντηση με κατανόηση και τόνισε, με πολλούς τρόπους, ότι ο κώδικας δεοντολογίας, όπως φάνηκε και μέσα από την επαφή μας με την τέχνη, δεν χρειάζεται να είναι μόνο πλαίσιο περιορισμού και ευθύνης αλλά πρωτίστως ένα πεδίο ελευθερίας που γεννιέται μέσα από τη συνειδητή θεραπευτική μας παρουσία.
Το απόγευμα του Σαββάτου, η Λορέλα Λάναϊ, MSc, επικεντρώθηκε σε μια λεπτή αλλά καίρια θεματική: μίλησε για τις δυσκολίες της θεραπευτικής σχέσης και τη φροντίδα του τραύματος, στην θεραπευτική υποστήριξη των ανθρώπων που έχουν βιώσει στο παρελθόν τους δύσκολες ή τραυματικές θεραπευτικές σχέσεις. Μέσα από την παρουσίασή της αλλά και με τις συζητήσεις που ακολούθησαν, η Λορέλα ανέδειξε το πώς ως θεραπευτές ή θεραπεύτριες καλούμαστε να διαχειριστούμε το βάρος της δυσπιστίας, της απογοήτευσης ή του πόνου που μπορεί να φέρει το θεραπευόμενο άτομο από προηγούμενες θεραπευτικές εμπειρίες. Η Λορέλα μίλησε για την ανάγκη αναπλαισίωσης μέσα στη θεραπευτική διαδικασία, όχι μόνον ως πράξη αποκατάστασης, αλλά κυρίως ως δυνατότητα δημιουργίας μιας νέας επανορθωτικής σχέσης. Η θεραπεύτρια ή ο θεραπευτής, τόνισε η ίδια, χρειάζεται να σταθεί με ευαισθησία, σταθερότητα και διαφάνεια, δημιουργώντας έναν χώρο όπου το θεραπευόμενο άτομο θα μπορεί να βιώσει την εμπιστοσύνη εκ νέου και έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια της ανθεκτικότητας και στη σημασία της αυθεντικής παρουσίας στο να μπορούν ο θεραπευτής ή η θεραπεύτρια να αντέξουν το άγχος, τη σύγχυση, ή ακόμη και την απόρριψη, χωρίς να επιδιώξουν να «διορθώσουν» ή να «λυτρώσουν». Κλείνοντας το διήμερο, κάλεσε τις συμμετέχουσες και τους συμμετέχοντες, μέσα από μικρές αναστοχαστικές δυάδες, να μοιραστούν και να φέρουν στην ολομέλεια όλες τις εμπειρίες, τις αμφιβολίες και τους προβληματισμούς που τους απασχολούν.
Το ψηφιακό περιβάλλον του διημέρου, αν και απρόσωπο εκ πρώτης όψεως, μετατράπηκε σε χώρος εμπιστοσύνης και συμμετοχής με τη αίσθηση της κοινότητας και το ήθος της ειλικρίνειας να κυριαρχούν σε πολλές από τις στιγμές του. Στη διάρκειά του αναδύθηκε μια κοινή παραδοχή: ότι ο κώδικας δεοντολογίας στην ψυχοθεραπεία δεν αφορά στην εφαρμογή κάποιων ακλόνητων αρχών ή αδιάρρηκτων τυπικών κανόνων αλλά στη δημιουργία μιας αγαπητικής σχέσης που προϋποθέτει φυσικά την ενημερότητά μας και ταυτόχρονα μας προσκαλεί να αγκαλιάσουμε την ανθρώπινη ευαλωτότητα, πάντα με το απαραίτητο θάρρος και με ευθύνη για την ανθρώπινη ζωή. Καθ’ όλη τη διάρκεια του διήμερου σεμιναρίου, έγινε επίσης αντιληπτό πως η δεοντολογία δεν περιορίζεται μόνο στη προστασία του θεραπευόμενου ατόμου ή στη διατήρηση των ορίων της πρακτικής μας αλλά αφορά τη στάση του θεραπευτή ή της θεραπεύτριας απέναντι στην ίδια την ανθρώπινη κατάσταση, ορίζοντας την ίδια τη διαδικασία της θεραπείας ως υπαρξιακή στάση. Οι ομιλήτριες ανέδειξαν και τόνισαν σε πολλά σημεία των ομιλιών τους, τη σημασία της συνειδητής θεραπευτικής παρουσίας, της εποπτείας, της αυτογνωσίας και της ταπεινότητας. Στις μικρές και μεγάλες ομάδες που σχηματίστηκαν, συμμετέχουσες και συμμετέχοντες, στοχάστηκαν πάνω στην προσωπική τους σχέση με την ευθύνη και την αλήθεια, τονίζοντας τη σημασία του εσωτερικού επόπτη, ανταλλάσσοντας σκέψεις, συναισθήματα, εμπειρίες και βιώματα που αποκάλυψαν νέες αλήθειες και νέα νοήματα που ταξίδεψαν πέρα από τις λέξεις. Η κοινή εμπειρία ανέδειξε ακόμη ότι ο κώδικας δεοντολογίας δεν μπορεί να απλά να διδαχθεί αλλά χρειάζεται να βιωθεί μέσα από πολλές ώρες πρακτικής, θεραπείας και εποπτείας — μέσα από τη συνεχή αναμέτρηση με τα όρια του εαυτού, μέσα από την αποδοχή της αβεβαιότητας και με διαρκή διάθεση για διάλογο και αναπλαισίωση όσων αναδύονται μέσα στον θεραπευτικό κόσμο. Με αυτή την έννοια οι κανόνες, οι κώδικες και οι αρχές λειτουργούν μόνο ως σημεία αναφοράς· αυτό που δίνει ζωή στη ίδια τη δεοντολογία και τη διαμόρφωση της ηθικής μας είναι η ίδια μας η σχέση με τους άλλους και τον κόσμο, το πώς δηλαδή, ως θεραπευτές και θεραπεύτριες, ως ενεργά πρόσωπα μιας ανθρώπινης κοινότητας, συναντάμε την ετερότητα μέσα στην ανθρώπινη διαδρομή μας, αφήνοντας τον εαυτό μας να μεταμορφωθεί από κάθε συνάντηση. Ο Gadamer θα πρόσθετε, ίσως, για αυτό, πως κάθε κατανόηση δεν αφορά σε μια παθητική αποδοχή κανόνων, αλλά είναι η ίδια μια ενεργή πράξη συμμετοχής. Κάθε άνθρωπος κατανοεί τον κόσμο μέσα από την ιστορικότητά του, τις εμπειρίες και τις πεποιθήσεις του· δεν υπάρχει απόλυτη ή ουδέτερη αλήθεια και πως με αυτή τη θεώρηση καμία ηθική ή δεοντολογική αρχή δεν θα είναι ποτέ στατική αλλά αποτέλεσμα μιας ανοιχτής διαδικασίας αποκάλυψης και ανακάλυψης, ενός συνεχούς διαλόγου με την α-λήθεια της ύπαρξης και του κόσμου, μια διαρκής προσπάθεια ερμήνευσης για κάθε ανθρώπινη συνάντηση.
Το διήμερο του Οκτωβρίου έκλεισε με την αίσθηση ότι ο κώδικας δεοντολογίας δεν δίνει τελικές ή οριστικές απαντήσεις στα ερωτήματά μας. Υπενθύμισε στα συμμετέχοντα άτομα ότι κανένας θεραπευτής ή θεραπεύτρια δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια αλλά τη συν-δημιουργεί μαζί με τα πρόσωπα που συνοδοιπορεί, κάθε φορά που επιλέγουν να σταθούν ανοιχτοί, ευάλωτοι και πρόθυμοι να ακούσουν, εκεί όπου αναδύεται ένας ζωντανός διάλογος ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο. Και πως, ίσως, εκεί, σε αυτή την αέναη πράξη δημιουργίας και επανερμηνείας, να βρίσκεται η βαθύτερη ουσία της θεραπευτικής δεοντολογίας, στη πίστη πως μέσα στη σχέση, όσο εύθραυστη ή ευάλωτη κι αν είναι, φωλιάζει πάντοτε η δυνατότητα κατανόησης — και άρα η δυνατότητα του ανθρώπου να γίνει λίγο περισσότερο άνθρωπος.
Συντάκτης: Θανάσης Ν. Μανιάτης