Σχόλια σεμιναρίων
ΔΙΗΜΕΡΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 21&22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2025
Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία στη Πράξη
Μέσα σε ένα κλίμα φροντίδας, έμπνευσης και πολύτιμης δημιουργικής ανταλλαγής, με διάχυτα τα συναισθήματα ικανοποίησης, ενθουσιασμού και ενός γόνιμου προβληματισμού, ολοκληρώθηκε το διήμερο υβριδικό σεμινάριο του Φεβρουαρίου 2025, του Γίγνεσθαι, με θέμα: «Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία στη Πράξη». Το διήμερο σεμινάριο αποτέλεσε μια ακόμη πολύτιμη ευκαιρία εμβάθυνσης στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, εστιάζοντας κυρίως στην πρακτική εφαρμογή της και στη δυναμική του «Εδώ-και-Τώρα». Η συνύπαρξη των δύο βασικών εισηγητριών, της συνιδρύτριας και βασικής εκπαιδεύτριας του Γίγνεσθαι, Κατερίνας Ζύμνη, Ph.D., ECP, και της υπαρξιακής ψυχοθεραπεύτριας και εκπαιδεύτριας Μίρκας Πλέσσα, MSc, ECP, πλαισίωσε με εξαιρετική αρμονία το περιεχόμενο του σεμιναρίου, προσφέροντας, σε όσες και όσους συμμετείχαν δια ζώσης ή διαδικτυακά σε αυτό, μια πολυδιάστατη και ταυτόχρονα μοναδική και πολύτιμη εμπειρία. Οι δύο εισηγήτριες αλληλοσυμπλήρωσαν με μοναδικό τρόπο τις βασικές θεωρητικές και πρακτικές όψεις μιας υπαρξιακής προσέγγισης για την ψυχοθεραπεία, φωτίζοντας, η καθεμιά με τον τρόπο της, τόσο την αξία της φαινομενολογικής διεργασίας, μέσω της άμεσης βιωματικής επαφής με τον κόσμο των θεραπευόμενων ατόμων, όσο και τη σημασία της εμπειρικής έρευνας στην εδραίωση και εξέλιξη της ψυχοθεραπείας. Η Κατερίνα Ζύμνη, με την πολύχρονη, πολυδιάστατη εμπειρία της και τη βαθιά γνώση των θεραπευτικών παραγόντων στην ψυχοθεραπεία, ανέπτυξε αρκετές από τις θεωρητικές και τις εμπειρικές πτυχές που θεμελιώνουν την αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας και ανέδειξε κάποιες από τις ιδιαιτερότητες της υπαρξιακής προσέγγισης. Από την μεριά της, η Μίρκα Πλέσσα τόλμησε να φέρει στο προσκήνιο πολλές από τις χαρές, τις προκλήσεις αλλά και τα ευάλωτα σημεία της κλινικής πρακτικής του «Εδώ-και-Τώρα», παρουσιάζοντάς τα μέσα από το πρίσμα πραγματικών περιστατικών της κλινικής της εργασίας, τονίζοντας την καθοριστική σημασία τόσο της προσωπικής και της εποπτικής εργασίας στην ανάπτυξη του θεραπευτή όσο και την ανάγκη για διαρκή φροντίδα του καλώς έχειν των θεραπευόμενων ατόμων. Συμμετέχοντες και συμμετέχουσες είχαν επίσης την ευκαιρία να εξερευνήσουν μέσα από τη θεωρία και την πράξη τις θεμελιώδεις αρχές του «Εδώ-και-Τώρα», να εργαστούν με πραγματικά κλινικά παραδείγματα και κυρίως να βιώσουν, μέσα από την βιωματική δυναμική του σεμιναρίου, το βαθύ αντίκτυπο της υπαρξιακής προσέγγισης στην ανθρώπινη συνθήκη.
Το διήμερο άνοιξε την Παρασκευή, πρώτη μέρα του σεμιναρίου, με την προτροπή της Κατερίνας Ζύμνη προς το κοινό που συμμετείχε να στοχαστεί και να αναζητήσει, στο σήμερα, τους δικούς του θεραπευτικούς παράγοντες, έτσι όπως αυτοί αναδύθηκαν μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες, είτε ως θεραπευόμενα άτομα είτε από την κλινική τους εμπειρία ως θεραπευτές και θεραπεύτριες, δημιουργώντας έτσι ένα κλίμα ενεργής συμμετοχής που προσκαλούσε καθέναν και καθεμιά από το κοινό να βουτήξει στην υποκειμενική του/της εμπειρία, συνδέοντας τη θεωρία με τη δική του/της βιωματική εμπειρία. Στη συνέχεια της παρουσίασής της, η Κατερίνα, επικεντρώθηκε στη μελέτη της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας, διερευνώντας την εξέλιξη διαφόρων θεραπευτικών μοντέλων και τους παράγοντες που προάγουν την αλλαγή. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε εδώ στην ίδια τη θεμελίωση της επιστημονικής έρευνας μέσα στην ιστορική της διαδρομή, από την αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας από τον Eysenck (1952), μέχρι τις μεταγενέστερες μελέτες των τελευταίων χρόνων που αναδεικνύουν τη σαφή ωφέλειά της και παρουσιάστηκαν ευρήματα μετα-αναλύσεων που πιά δείχνουν καθαρά τόσο την αξία της τεκμηριωμένης αποτελεσματικότητας και των μετρήσιμων αλλαγών όσο και την ασάφεια των παραγόντων της διαδικασίας της ψυχοθεραπείας αλλά και των παραγόντων που προάγουν την αλλαγή, έτσι όπως τους βιώνουν τα ίδια τα θεραπευόμενα άτομα. Η Κατερίνα τόνισε εδώ την ανάγκη για περαιτέρω σπουδή της υποκειμενικής εμπειρίας των ατόμων, έδειξε προς μια μελέτη ικανή να προάγει ακόμη περισσότερο τα θετικά αποτελέσματα όσων συμμετέχουν σε μια ψυχοθεραπεία και τέλος περιέγραψε πως στην εξέλιξη της έρευνας για την αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας είναι όχι απλά απαραίτητο αλλά και αναγκαίο πλέον να συμπεριλαμβάνεται η οπτική του πελάτη, ως λεπτομερής αναφορά στην υποκειμενική του εμπειρία, αλλά και μιας διαφοροποιημένης μεθοδολογίας που θα δίνει έμφαση στους κοινούς θεραπευτικούς παράγοντες και στη σύνθεση των διαφόρων θεραπευτικών προσεγγίσεων. Ένα ακόμη κεντρικό σημείο της ομιλίας της Κατερίνας αφορούσε στο διχασμό που υπάρχει στην επιστημονική κοινότητα μεταξύ του ιατρικού μοντέλου και των συνθετικών προσεγγίσεων για την ψυχοθεραπεία. Περιέγραψε εδώ το πώς από τη μία, το ιατρικό μοντέλο αντιλαμβάνεται την ψυχοθεραπεία ως ένα σύνολο ειδικών παρεμβάσεων που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες ψυχικές διαταραχές, με έμφαση στις τυποποιημένες τεχνικές και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα και πώς από την άλλη, το εναλλακτικό μοντέλο των κοινών θεραπευτικών παραγόντων αναδεικνύει τη σημασία στοιχείων όπως η θεραπευτική σχέση, η ενσυναίσθηση, η εμπιστοσύνη και η αυθεντική συνεργασία θεραπευτή και θεραπευόμενου, στοιχεία που, σύμφωνα με την έρευνα, αποτελούν τους βασικούς προγνωστικούς παράγοντες μιας επιτυχημένης ψυχοθεραπείας. Στη συνέχεια της παρουσίασής της, η Κατερίνα, αναφέρθηκε στο πλαισιακό μοντέλο ψυχοθεραπείας του Frank που δίνει έμφαση στους κοινούς θεραπευτικούς παράγοντες, μετατοπίζοντας την εστίαση από συγκεκριμένες τεχνικές στα κοινά στοιχεία που μοιράζονται όλες σχεδόν οι θεραπευτικές προσεγγίσεις. Μίλησε εδώ για τη σημασία της ελπίδας και της προσδοκίας και στάθηκε στο πώς η θεωρία του Frank τόνισε το ρόλο που αυτές έχουν στη θεραπευτική διαδικασία και στο πώς, εν δυνάμει, συμβάλλουν καθοριστικά με θετικά αποτελέσματα. Η Κατερίνα περιέγραψε πως ο ίδιος ο Frank είδε την ψυχοθεραπεία ως μια μορφή πειθούς και επιρροής που λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο και τόνισε πως το μοντέλο εργασίας του είχε σημαντικό αντίκτυπο στον τομέα της ψυχοθεραπείας, οδηγώντας σε μεγαλύτερη εκτίμηση των κοινών θεραπευτικών παραγόντων που συμβάλλουν στην ποθούμενη αλλαγή. Κλείνοντας την ομιλία της αναφέρθηκε και στους βοηθητικούς παράγοντες στην ψυχοθεραπεία έτσι όπως προκύπτουν στην αριθμητική αποτύπωση του Lambert και στάθηκε για λίγο στη συσχέτιση των κοινών παραγόντων στην ψυχοθεραπεία (common factors), των ειδικών παραγόντων και των τεχνικών (specific factors and techniques) και των εξω-θεραπευτικών παραγόντων (extratherapeutic factors). Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως, με τη διεξοδική παρουσίασή της, η Κατερίνα ανέδειξε τρία βασικά συμπεράσματα σχετικά με τους θεραπευτικούς παράγοντες στην ψυχοθεραπεία: Πρώτον πως, γνωρίζουμε πλέον καθαρά ότι η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική αλλά πως απαιτείται περισσότερη έρευνα για να κατανοήσουμε με ακρίβεια το πώς λειτουργεί και ποιοί παράγοντες είναι καθοριστικοί για την επιτυχία της, ειδικά μέσα από την οπτική των ίδιων των θεραπευόμενων ατόμων. Δεύτερον πως η εξέλιξη της έρευνας έχει πλέον μετατοπιστεί από την αναζήτηση της πιο αποτελεσματικής θεωρητικής προσέγγισης προς τη μελέτη των κοινών στοιχείων που συμβάλλουν στη θεραπευτική αλλαγή, καθώς και στην αυξανόμενη τάση για συνδυασμό διαφορετικών ιδεών, μεθόδων και προσεγγίσεων και τρίτον, πως στις μέρες μας έχει αναδυθεί ένα εναλλακτικό μοντέλο που εστιάζει στους κοινούς θεραπευτικούς παράγοντες και τη σημασία της θεραπευτικής σχέσης, σε αντίθεση με το ιατρικό μοντέλο που δίνει έμφαση κυρίως σε συγκεκριμένες τεχνικές και πρωτόκολλα. Οι διαπιστώσεις της Κατερίνας όχι μόνο εμπλούτισαν τη θεωρητική κατανόηση των συμμετεχόντων, αλλά και τους προσκάλεσαν να αναλογιστούν για το πώς αυτές οι γνώσεις επηρεάζουν την προσωπική τους θεραπευτική πρακτική. Η πρώτη μέρα του διήμερου σεμιναρίου έκλεισε με μια μικρή συζήτηση, όπου συμμετέχουσες και συμμετέχοντες μοιράστηκαν τις σκέψεις και τις εμπειρίες τους από αυτά που άκουσαν, εμπλουτίζοντας περαιτέρω το περιεχόμενο της παρουσίασης και αποχώρησαν με μια αίσθηση ευρύτερης κατανόησης των θεραπευτικών παραγόντων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ψυχοθεραπευτική έρευνα, αλλά και με ενθουσιασμό και περιέργεια για την επόμενη ημέρα, όπου η διερεύνηση για την πρακτική εφαρμογή του «Εδώ-και-Τώρα» θα βρισκόταν στο επίκεντρο.
Το Σάββατο, δεύτερη μέρα του σεμιναρίου, ξεκίνησε με την ολοκλήρωση της παρουσίασης της Κατερίνας Ζύμνη, η οποία εστίασε στην εμπειρικά θεμελιωμένη θεωρία θεραπευτικής αλλαγής από την οπτική του πελάτη, έτσι όπως την ανέδειξε η έρευνα της διδακτορικής διατριβής της, για το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η Κατερίνα παρουσίασε, εν συντομία, τη μεθοδολογία, το δείγμα και τις βασικές κατηγορίες της εμπειρικής της έρευνας και τέλος παρουσίασε τα βασικά ευρήματα των θεμελιωδών παραγόντων που συμβάλλουν στη θεραπευτική αλλαγή. Παρουσιάστηκαν εδώ μοντέλα που στηρίζονται στη βιωματική εμπειρία των πελατών και τονίστηκε ότι ο πελάτης δεν είναι τελικά ένας παθητικός δέκτης μιας θεραπείας, αλλά ενεργός συμμέτοχος και συνδημιουργός της δικής του αλλαγής ενώ η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τη σημασία της πρόθεσης (intentionality) του θεραπευόμενου, της συν-δημιουργίας ενός ασφαλούς θεραπευτικού πλαισίου και της επίδρασης της θεραπευτικής σχέσης στη διαδικασία της αλλαγής. Κλείνοντας τη δική της ομιλία, μέσα από τις πολλαπλές εισηγήσεις της, η Κατερίνα, τόνισε πως η αλλαγή στη ψυχοθεραπεία δεν αφορά ποτέ μια γραμμική διαδικασία, αλλά προκύπτει μέσα από μια δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην αναδόμηση του προσωπικού νοήματος, την επεξεργασία των συναισθημάτων και την δυναμική της ψυχοθεραπευτικής σχέσης. Στη συνέχεια του διήμερου σεμιναρίου την παρουσίαση ανέλαβε η Μίρκα Πλέσσα, όπου μέσα από πραγματικά περιστατικά και παραδείγματα της κλινικής της πρακτικής, ανέδειξε τις προκλήσεις και τις δυνατότητες που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του «Εδώ-και-Τώρα» της υπαρξιακής προσέγγισης, προσκαλώντας την ολομέλεια να συμμετάσχει ενεργά, ανταλλάσσοντας εμπειρίες και ερωτήματα, δημιουργώντας ένα ζωντανό διάλογο για το πώς η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία μπορεί να λειτουργήσει στην πράξη και φωτίζοντας την πολυπλοκότητα της θεραπευτικής διαδικασίας. Η παρουσίαση της Μίρκας επικεντρώθηκε κυρίως στη δουλειά του «Εδώ-και-Τώρα», φωτίζοντας τόσο τη θεωρητική της βάση όσο και την πρακτική εφαρμογή της. Η ίδια ξεκίνησε την ομιλία της θέτοντας το ερώτημα: «Τι είναι για μένα το «Εδώ-και-Τώρα;», δίνοντας χώρο στους συμμετέχοντες να εξερευνήσουν τη σημασία της παρούσας στιγμής σε προσωπικό, θεραπευτικό, εκπαιδευτικό και εποπτικό επίπεδο. Με κεντρικό άξονα τη σημασία της παρουσίας, τόνισε πως η ουσία της θεραπευτικής διαδικασίας βρίσκεται στην αληθινή συνάντηση μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου. Αναφέρθηκε διεξοδικά εδώ στη διάκριση μεταξύ περιεχομένου και διαδικασίας, υπογραμμίζοντας ότι η υπαρξιακή προσέγγιση δίνει προτεραιότητα στη διαδικασία – δηλαδή σε αυτό που συμβαίνει στο «Εδώ-και-Τώρα» της συνεδρίας, πέρα από τις λέξεις και υπογράμμισε πως, σύμφωνα με τον Bugental, η βάση της ανθρώπινης ψυχολογίας βρίσκεται στην επαφή και στη σύνδεση με κάθε ζωντανή στιγμή. Στη συνέχεια της ομιλίας της παρουσίασε την υπαρξιακή αντίληψη του χρόνου, εξηγώντας πως παρελθόν και μέλλον είναι παρόντα στο «Εδώ-και-Τώρα» ενώ παράλληλα, ανέπτυξε τη φαινομενολογική διάσταση του χώρου για την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, αναφερόμενη στην έννοια της χωρητικότητας του Spinelli, που περιγράφει το πώς ο χώρος στον οποίο κινούμαστε επηρεάζει διαρκώς τη σχέση μας με τον εαυτό και τους άλλους. Προχωρώντας στο κύριο μέρος της παρουσίασής της, η Μίρκα, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις ενδοπροσωπικές και διαπροσωπικές διεργασίες στη θεραπεία, αντλώντας από τις θεωρίες του Bugental και του Yalom αντίστοιχα. Στην ενδοπροσωπική διάσταση τόνισε τη σημασία της βοήθειας προς τον θεραπευόμενο ώστε να παραμείνει σε επαφή με την εμπειρία του στο «Τώρα» καθώς τον διδάσκουμε να επικεντρώνεται στον εαυτό του ως ρέουσα διεργασία-διαδικασία, καθιστώντας δηλαδή την υποκειμενικότητα του ατόμου ως το αληθινό πεδίο ενός εγχειρήματος που τον βοηθά να επεξεργαστεί βαθύτερα τις αντιλήψεις και τα σύνθετα συναισθήματά του. Στη διαπροσωπική διάσταση, ανέδειξε και πάλι το «Εδώ-και-Τώρα» ως την ισχυρότερη θεραπευτική δύναμη, όπου τα θέματα του θεραπευόμενου εκδηλώνονται φυσικά στη σχέση με τον θεραπευτή, δίνοντας ευκαιρίες για αναστοχασμό και αλλαγή. Η Μίρκα ολοκλήρωσε το θεωρητικό μέρος της παρουσίασής της με κάποιες πρακτικές κατευθύνσεις για την εφαρμογή του «Εδώ-και-Τώρα» για την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, ενθαρρύνοντας τους συμμετέχοντες στο να εστιάζουν την προσοχή τους όχι μόνο στα λόγια του θεραπευόμενου, αλλά και στις σωματικές εκφράσεις, τις παύσεις και τις συναισθηματικές αντιδράσεις και ανέλυσε τις διαφορετικές βαθμίδες επικοινωνίας αλλά και τη σημασία της ενσυναισθητικής ανταπόκρισης του θεραπευτή, καθώς και τον κορυφαίο ρόλο της εποπτείας στη διαχείριση των προσωπικών προκλήσεων που αναδύονται μέσα στη θεραπευτική διαδικασία. Καθώς η δεύτερη μέρα του σεμιναρίου προχωρούσε προς το τελευταίο μέρος της, η Μίρκα άγγιξε το κοινό της με την τρυφερή, γεμάτη ενσυναίσθηση ματιά της, μεταφέροντας μια αίσθηση αυθεντικότητας και ανθρώπινης επαφής μέσα από την περιγραφή δύο κλινικών περιστατικών που μοιράστηκε με την ολομέλεια ως μέρος μιας βιωματικής άσκησης για το «Εδώ-και-Τώρα». Κλείνοντας τολμηρά το σεμινάριο, η ίδια, δεν δίστασε να φέρει στη συζήτηση τις δικές της προκλήσεις ως ψυχοθεραπεύτρια, μοιραζόμενη την διαχρονική εμπειρία της μέσα από τα πραγματικά περιστατικά που έφερε, και τοποθέτησε ως απαραίτητη τη συνδρομή της προσωπικής θεραπείας και εποπτείας στις στιγμές μεγάλης αβεβαιότητας που βίωσε στη διαδρομή της με τους συγκεκριμένους θεραπευόμενους. Ιδιαίτερα συγκινητική ήταν η στιγμή που μίλησε για τη σημασία της υποκειμενικότητας, τόσο του θεραπευόμενου όσο και της ίδιας της θεραπεύτριας, ως θεμελιώδες στοιχείο της θεραπευτικής σχέσης και, η ίδια, δεν απέφυγε εδώ να αναδείξει πώς η προσωπική της εμπειρία στην αναγνώριση της δικής της ευαλωτότητας έγινε εργαλείο βαθύτερης κατανόησης και σύνδεσης, δείχνοντας πως η ψυχοθεραπευτική διαδικασία δεν μπορεί να είναι μια τεχνική διεργασία, αλλά πρωταρχικά μια βαθιά ανθρώπινη συνάντηση.
Κλείνοντας να συνοψίσουμε πως η παρουσίαση της Κατερίνας Ζύμνη, αν και κυρίως θεωρητικά εστισμένη και δομημένη, ήταν ιδιαίτερα βοηθητική και ενθάρρυνε τους συμμετέχοντες να σκεφτούν κριτικά τις διαφορές ανάμεσα στην εμπειρική έρευνα και το ιατρικό μοντέλο. Παρουσιάστηκαν εδώ επίσης σημαντικά συμπεράσματα για τη σημασία των εξωθεραπευτικών παραγόντων, όπως το κοινωνικό και υποστηρικτικό περιβάλλον του θεραπευόμενου, που φαίνεται να επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Η Κατερίνα έδειξε, θα λέγαμε, κυρίως προς την ανάγκη για περισσότερη διερεύνηση της υποκειμενικής εμπειρίας των θεραπευόμενων, καθώς τόνισε την ανάγκη έμφασης στην ποιοτική, εμπειρική έρευνα που μπορεί να συμβάλει περεταίρω στη διευκρίνηση και κατανόηση των μηχανισμών αλλαγής στην ψυχοθεραπεία. Η εισήγηση πάλι της Μίρκας Πλέσσα ήταν βαθιά βιωματική και πρακτικά χρήσιμη, προσφέροντας σε συμμετέχουσες και συμμετέχοντες όχι μόνο μια θεωρητική γνώση της φαινομενολογικής πρακτικής, αλλά και μια προοπτική στο να εργαστούν πιο ενεργά και ουσιαστικά με την ψυχοθεραπευτική σχέση, τιμώντας την απαράμιλλη δυναμική του «Εδώ-και-Τώρα» ως πυρήνα της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας. Με ευρεία κατανόηση του υπαρξιακού τρόπου σκέψης, η Μίρκα ανέλυσε διεξοδικά τη χρησιμότητα της δουλειάς στο «Εδώ-και-Τώρα», υπογραμμίζοντας πως η πραγματική παρουσία στη θεραπευτική σχέση είναι αυτή που επιτρέπει τη βαθιά αλλαγή, τονίζοντας πως το θεραπευτικό πλαίσιο δεν είναι απλώς ένας χώρος αλληλεπίδρασης, αλλά ένα ζωντανό πεδίο συν-δημιουργίας, όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του θεραπευόμενου συναντώνται σε μια δυναμική διαδικασία εξέλιξης.
Συντάκτης: Θανάσης Ν. Μανιάτης