Σχόλια σεμιναρίων
ΔΙΗΜΕΡΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 24&25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2025
Ο “δικός” μας Heidegger
Μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης, απορίας και με διάχυτα συναισθήματα θαυμασμού και πληρότητας, αλλά και μέσα από έναν έντονο προβληματισμό που αναδύθηκε στο κλείσιμό του, ολοκληρώθηκε, το Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025, το πρώτο για το 2025 υβριδικό σεμινάριο του Γίγνεσθαι με θέμα: «Ο “δικός” μας Heidegger», που παρουσίασαν, διαδοχικά στη διάρκεια του διημέρου, η Λένια Θεοδώρου, ECP, η Άννα Κούρτη, Ch.Psychol, AFBPsS, και ο Αλέξης Χαρισιάδης Ph.D. M.Sc. Το αφιερωμένο στον Heidegger σεμινάριο ξεχώρισε κυρίως για την θεωρητική και φιλοσοφική του διάσταση χωρίς ωστόσο να λείψουν και μικρές, στοχευμένες βιωματικές ασκήσεις που βοήθησαν συμμετέχουσες και συμμετέχοντες να αφουγκραστούν και εν μέρει να αποτυπώσουν μέσα στις μικρές και μεγάλες ομάδες όπου συμμετείχαν όσα διανοίχθηκαν από την σύντομη επαφή τους με κάποιες από τις σημαντικότερες έννοιες του φιλοσόφου. Από την απαρχή του σεμιναρίου τόσο η επίσημη προσκεκλημένη Λένια Θεοδώρου, όσο και οι δύο εκπαιδευτές του Γίγνεσθαι Άννα Κούρτη και Αλέξης Χαρισιάδης προσπάθησαν να μεταδώσουν την αγάπη τους και την αξία που αποδίδουν στη φιλοσοφική σκέψη του κορυφαίου γερμανού στοχαστή καθώς και να περιγράψουν το πώς αυτή εμφανίζεται έμμεσα στη θεραπευτική τους πρακτική, μιλώντας με πάθος και σεβασμό για τη δική τους συνάντηση με τον φιλόσοφο καθώς και για τις ποιητικές σπίθες που ενίοτε αναδύθηκαν από την επαφή και πνευματική συνοδοιπορία τους με το έργο του. Και οι τρεις τους διευκρίνισαν πως βασικός στόχος της παρουσίασής τους ήταν να φέρουν το κοινό του σεμιναρίου σε ευρύτερη επαφή με τη φιλοσοφία του Martin Heidegger, δημιουργώντας ερωτήματα και ερεθίσματα για περαιτέρω μελέτη του έργου του. Η παρουσίασή τους αναδύθηκε λοιπόν πρωταρχικά σαν κάλεσμα προς όλες και όλους όσους ακολουθούν την υπαρξιακή εκπαίδευση για την ψυχοθεραπεία να ενδιαφερθούν για το έργο του γερμανού φιλοσόφου και να αποκτήσουν, ίσως, την ευγενική φιλοδοξία της προσέγγισής του με τον δικό τους μοναδικό τρόπο και κυρίως χωρίς ιδιαίτερη αγωνία για το πώς θα εφαρμοστούν όλα αυτά στην ψυχοθεραπευτική τους πρακτική. Με εμπιστοσύνη, όπως πολύ σοφά και ευγενικά τόνισε ο Αλέξης Χαρισιάδης, πως η προσπάθεια τους αυτή, έμμεσα και σε χρόνο ανύποπτο, θα έχει την ευκαιρία να καρποφορήσει.
Το διήμερο σεμινάριο άνοιξε την Παρασκευή η Λένια Θεοδώρου με την παρουσίαση λίγων στοχευμένων ιστορικών αναφορών της προσωπικής διαδρομής και των εναλλαγών της φιλοσοφικής σκέψης του Martin Heidegger, αναδεικνύοντας την πολύχρονη ενασχόλησή της με το έργο το φιλοσόφου και επιτρέποντας να εμφανιστεί, μέσα από κάθε της λέξη, το πάθος και η αγάπη της για το έργο του. Η ικανότητά της να εξηγεί και να αποσαφηνίζει σύνθετες έννοιες με διάυγεια κατέστησε την παρουσίαση ιδιαίτερα απολαυστική και η προθυμία της να απαντήσει σε ερωτήσεις και να διευκρινίσει δύσκολα σημεία έδωσαν μια προσωπική, εμπνευσμένη διάσταση στην ανάλυση του φιλοσοφικού στοχασμού του Heidegger κάνοντάς τον λίγο πιο κατανοητό και προσβάσιμο ακόμη και για όσους και όσες δεν είχαν προηγούμενη εξοικείωση με το έργο του. Η Λένια ξεκίνησε την ομιλία της με το ερώτημα «Πώς να μιλήσω για τον Heidegger;» και προσπάθησε να αναδείξει τη δυσκολία κατανόησης του φιλοσόφου, τόσο λόγω της ιδιαίτερης και περίπλοκης γλώσσας του όσο και της φύσης του αντικειμένου που διερευνά και αναφέρθηκε στο κορυφαίο ερώτημά του για το νόημα του «Είναι». Στάθηκε εδώ στο γεγονός ότι η κατανόηση για το «Είναι» συχνά απομακρύνεται όσο πιο βαθιά προσπαθεί κανείς να εισχωρήσει γνωσικά σε αυτό και περιέγραψε το πως η ίδια κατόρθωσε να το προσεγγίσει περισσότερο μέσα από την αξία της διαίσθησης και των αισθήσεων, παρά μέσα από μια νοηματική διεργασία ή κατανόηση. Μίλησε για τη συνεισφορά του Heidegger στην επαναφορά του ερωτήματος για το νόημα του Είναι, μέσα από έννοιες όπως η «υπέρβαση» (ek-sistere) και για την επιστροφή του στις ρίζες των φιλοσοφικών εννοιών, κάνοντας συχνές αναφορές στην αρχαία ελληνική σκέψη μιλώντας εδώ για τον τρόπο που δημιούργησε ο Heidegger, καθώς όπως ανέφερε η ίδια, κατόρθωσε να δημιουργεί πάνω σε θεμελιώδεις ιδέες του παρελθόντος, να τις κατανοεί και προσθέτει σε αυτές νέα νοήματα. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην οντολογική διαφορά – τη διάκριση του Είναι από τα όντα – καθώς και στην ποικιλομορφία των θεμάτων που μελέτησε ο Heidegger, όπως οι φυσικές επιστήμες, η τέχνη, η τεχνολογία, ακόμα και η καθημερινότητα. Με μεγάλο ενθουσιασμό και γενναιοδωρία, μοιράστηκε την προσωπική της προσέγγιση στην ανάγνωση του φιλοσόφου, τονίζοντας τη μεγάλη σημασία της επιστροφής στην πρωτογενή γλώσσα και τα κείμενά του. Το μήνυμά της ήταν απλό: δεν είναι απαραίτητο να κατανοήσει κανείς απόλυτα τον Heidegger, αλλά να αφεθεί για να τον αισθανθεί. Αναφερόμενη στη ζωή του Heidegger, παρουσίασε τα βασικά βιογραφικά στοιχεία του από τη γέννησή του το 1889 στο Μέσκιρχ, τη στροφή του από τη θεολογία στη φιλοσοφία το 1911, και τη δημοσίευση του «Είναι και Χρόνος» το 1927, που αποτελεί, ίσως, το κορυφαίο έργο του. Η Λένια δεν απέφυγε εδώ να αγγίξει τις πλέον αμφιλεγόμενες πτυχές της ζωής του φιλοσόφου, όπως την αδιαμφισβήτητη συμμετοχή του Martin Heidegger στο ναζιστικό κόμμα για κάποια χρόνια, αλλά, μιλώντας με ειλικρίνεια, τόλμη και αποφασιστικότητα, τοποθέτησε τη φιλοσοφία του στο πρώτο πλάνο της δικής της ενασχόλησης με το έργο του. Στη συνέχεια, ανέλυσε τη στροφή (Kehre) στη φιλοσοφική σκέψη του Heidegger, όπου από την εστίαση στο Dasein και την ανθρώπινη ύπαρξη προχώρησε σε μια πιο γενική θεώρηση του Είναι, εκκινώντας από κάποιες από τις βασικές έννοιες του «Είναι και Χρόνος», όπως τη χρονικότητα, τη φαινομενολογική αποδόμηση της ιστορίας της οντολογίας και φτάνοντας μέχρι τη σχέση του Heidegger με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, όπως τον Πλωτίνο, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Λίγο αργότερα η Λένια ανέδειξε τη σύνδεση του Heidegger στη σχέση ανθρώπου-χώρου-τόπου μέσω της έννοιας του Da-Sein, που, όπως σχολίασε, περιλαμβάνει τη χωρική και χρονική διάσταση της ύπαρξης. Εξήγησε εδώ πως ο άνθρωπος δημιουργεί και «κατοικεί» σε χώρους, τονίζοντας τη σημασία του χώρου ως «ανοιχτό πεδίο» όπου τα όντα αποκτούν νόημα ενώ τόνισε πως χώρος δεν είναι αφηρημένος, αλλά σχετίζεται με τον κόσμο των σχέσεων και των σημασιών, πως ο τόπος εκφράζει την αίσθηση του «ανήκειν» και τη σύνδεση με τη μνήμη και τα συναισθήματα αλλά και πως μέσα από το «κατοικείν» (Wohnen), ο αφηρημένος χώρος γίνεται τόπος με ιστορικό και υπαρξιακό νόημα. Κλείνοντας την ενότητα αυτή περιέγραψε πως για τον Heidegger, η ύπαρξη του ανθρώπου βρίσκεται πάντα «εν-τω-κόσμω» (In-der-Welt-Sein), πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος σχετίζεται με τον χώρο και τον τόπο με έναν βιωματικό και φαινομενολογικό τρόπο και πως από εδώ ανδύεται και το το νόημα του κόσμου καθώς ο κόσμος είναι ταυτόχρονα «χώρος» (η δυνατότητα να υπάρχεις σε ένα γενικό πλαίσιο της ύπαρξης, σε ένα ανοιχτό πεδίο σχέσεων και δυνατοτήτων) και «τόπος» (σε πραγματική σύνδεση με σημεία του κόσμου με ένα συγκεκριμένο, προσωπικό τρόπο που συνδέεται με τη βιωμένη εμπειρία και την οικειότητα του να Είσαι και να γίνεσαι ένας τρόπος αυθεντικής ύπαρξης).
Η δεύτερη μέρα του υβριδικού σεμιναρίου άνοιξε με μια μικρή ανασκόπηση της προηγούμενης μέρας και την παρουσίαση της Άννας Κούρτη πάνω στις θεμελιώδεις έννοιες του Heidegger. Με την ικανότητά της να εξηγεί περίπλοκα φιλοσοφικά θέματα με σαφήνεια και να προκαλεί τη σκέψη του ακροατηρίου της με απλές ερωτήσεις, η Άννα, κατάφερε να φέρει τον Heidegger πιο κοντά στην καθημερινή εμπειρία. Ξεκίνησε το πρώτο μέρος της ομιλίας της με μια μικρή εισαγωγή της φιλοσοφικής έννοιας του Dasein από το έργο του «Είναι και Χρόνος» και στάθηκε, για λίγο, στις διαφορές των οντολογικών και οντικών εκφάνσεων της ανθρώπινης ύπαρξης, περιγράφοντας και εμβαθύνοντας στην έννοια της ανθρώπινης δυνατότητας. Η Άννα εξήγησε ότι το Dasein δεν περιγράφει μια ουσία αποκομμένη από τον κόσμο (ένα υποκειμενικό ή εσωτερικό εγώ), αλλά μια αδιαχώριστη ύπαρξη ήδη εμπλεκόμενη σε ένα πλαίσιο μεταβαλλόμενων σχέσεων και παλόμενων νοημάτων. Με απλά λόγια, μας θύμισε ότι η ύπαρξή μας, η θέση μας στον κόσμο, και η αλληλεπίδρασή μας με τα πάντα γύρω μας αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Είναι. Αναφέρθηκε εδώ στη διάκριση ανάμεσα στο «οντολογικό» και το «οντικό» και στη σημασία του «εν-τω-κόσμω-είναι», αναδεικνύοντας το πώς η ανθρώπινη ύπαρξη συνδέεται αδιαχώριστα με τον κόσμο και έδωσε έμφαση στη βαθιά προσωπική σχέση του ανθρώπου με την ύπαρξη, τις άλλες οντότητες, και τον κόσμο γενικότερα, χρησιμοποιώντας απλές αλλά διεισδυτικές αναφορές στην καθημερινή ζωή. Στη συνέχεια της ομιλίας της έθεσε καίρια ερωτήματα όπως «Ποιος είμαι;», «Ποιος θέλω να είμαι;», και «Τι σημαίνει να υπάρχω;», καλώντας το κοινό του σεμιναρίου να τα εξετάσει τόσο θεωρητικά όσο και βιωματικά τα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα αλλά και να αναγνωρίσει τη, συχνά αγωνιώδη, δυνατότητα που διαθέτουμε στο να κινούμαστε διαρκώς μεταξύ ριξίματος και ιδιοποίησης αλλά και τη συχνή ευκολία μας να προσδίδουμε στην ύπαρξή μας μια ταυτότητα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να χαθεί, προκαλώντας και εμπνέοντας, εν τέλει, το κοινό της να συνδεθεί με τις έννοιες σε προσωπικό επίπεδο, δημιουργώντας έναν ουσιαστικό διάλογο για το Είναι. Στο δεύτερο μέρος της παρουσίασής της η Άννα ασχολήθηκε με η ιδέα των «κλονισμών» στα οντολογικά δομικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, φέρνοντας στο προσκήνιο τη σημασία αυτής της ρήξης στην καθημερινότητα και τον αντίκτυπό της στην αντίληψη του κόσμου και του εαυτού για τον άνθρωπο. Η Άννα περιέγραψε το πώς, συνήθως, λειτουργούμε κάπως αυτοματοποιημένα στην καθημερινή μας ζωή, έως ότου ένα απλό γεγονός ή μια οριακή κατάσταση (που μπορεί να αφορά τον εξοπλισμό, τον ίδιο τον κόσμο ή ακόμη και τη χρονική μας αντίληψη για τον κόσμο), λειτουργήσει ως «διάρρηξη» και διακόψει αυτή τη ροή. Ανέλυσε διεξοδικά εδώ το πώς τέτοιες ρήξεις επηρεάζουν την ανθωπομέριμνά μας, τη δυνατότητα, την κατανόηση, το νόημα και τη σχέση μας με τους άλλους (Συν-Είναι). Για την ίδια η μετάβαση από τη διάρρηξη σε μια νέα κατάσταση κατανόησης παρουσιάστηκε ως βασικό βήμα για την επαναφορά της αίσθησης «του ανήκειν», τονίζοντας τη σημασία της προσωπικής μας επαφής με την ανεστιότητα που προκαλεί η αγωνιώδης διάρρηξη ως μια βαθύτερη προσαγόρευση του κατοικείν. Κλείνοντας την παρουσίασή της η Άννα έθεσε μερικά πολύ σημαντικά ερωτήματα σχετικά με το πώς ψυχοθεραπευτικά διαχειριζόμαστε τέτοιους κλονισμούς και πώς εμπλεκόμαστε ενεργά, ως υπαρξιακοί ψυχοθεραπευτές ή ψυχοθεραπεύτριες, στη διαδικασία αποδοχής ή μετασχηματισμού τους και ολοκληρώνοντας την ομιλία της, μέσα από ασκήσεις και παραδείγματα, παρακίνησε το ακροατήριο να στοχαστεί πάνω στις δικές του εμπειρίες, προσφέροντας μια στοχαστική και ταυτόχρονα προσιτή προσέγγιση για την έννοια της μέριμνας, καθιστώντας την παρουσίαση άκρως ουσιαστική και εμπνευσμένη. Συνεχίζοντας την παρουσίαση τη σκυτάλη πήρε και πάλι η Λένια που και αυτή εστίασε στην ευκαιρία μιας σύνδεσης των εννοιών της Χαϊντεριανής σκέψης που αναφέρθηκαν στο διήμερο στη σχέση τους με την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία και τον τρόπο που αυτές μπορούν να διανοιχτούν περαιτέρω μέσω της φιλοσοφίας του Heidegger. Εξήγησε για αυτό πως τελικά κάθε χώρος δεν είναι απλά ένα στατικό πλαίσιο αλλά κάτι που ο άνθρωπος αποκαλύπτει μέσα από την ύπαρξή του (Da-Sein) καθώς ο χώρος «ανοίγεται» από την ανθρώπινη δραστηριότητα και γίνεται το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η ανθρώπινη ζωή. Η Λένια ανέφερε εδώ ότι ο τόπος προηγείται οντολογικά του χώρου, ορίζοντας το όριο όχι ως σημείο τερματισμού αλλά ως σημείο εκκίνησης, όπου τα πράγματα αρχίζουν να εκδιπλώνουν την ουσία τους και παρουσίασε την έννοια του «κενού» ως κάτι που απελευθερώνει το Είναι από τα όρια του περιεχομένου του, αφήνοντας χώρο για νέες δυνατότητες και κατανοήσεις και έδειξε προς μια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που ενισχύει την κατανόηση της σχέσης του ανθρώπου με τον χώρο, δείχνοντας πώς μέσα από έννοιες όπως «παραχωρώ» και «συγχωρώ», ο χώρος καθίσταται όχι μόνο φυσικός αλλά και υπαρξιακός και με σαφήνεια και πάθος, εξήγησε ότι αυτή η κατανόηση του χώρου μπορεί ψυχοθεραπευτικά να μας φέρει εγγύτερα στη δική μας υπαρξιακή δυνατότητα. Στο τελευταίο μέρος της παρουσίασής της για την τέχνη και τον χώρο, η Λένια εστίασε στη φιλοσοφική διάσταση του κενού και της σχέσης του με την ανθρώπινη ύπαρξη. Ανέλυσε πώς το κενό δεν είναι απλώς απουσία, αλλά μια κατάσταση που απελευθερώνει δυνατότητες, προάγοντας την ύπαρξη σε νέα επίπεδα. Όπως η ίδια εξήγησε, το κενό μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά, ως ένα πεδίο απελευθέρωσης, όπου το Είναι αποκτά ανανεωμένο νόημα μέσα από την απουσία περιεχομένου και τόνισε πως η ευρύτερη κατανόηση του κενού και η δυνατότητα να το αγκαλιάσουμε, χωρίς φόβο, αποτελούν ουσιαστικά βήματα για την αυτογνωσία και τη βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό. Μέσα από παραδείγματα και ασκήσεις, κάλεσε το ακροατήριο να αναστοχαστεί τα δικά του βιώματα που σχετίζονται με το κενό, δίνοντας έμφαση στη βιωματική πλευρά της υπαρξιακής φιλοσοφίας και κλείνοντας, υπογράμμισε ότι η έννοια του κενού, όπως την επεξεργάστηκε ο Heidegger, δεν είναι απλώς θεωρητική, αλλά αφορά άμεσα την ανθρώπινη εμπειρία και την υπαρξιακή μας αναζήτηση καλώντας το κοινό να δει το κενό ως ένα ελεύθερο και δημιουργικό χώρο που μας καλεί να συναντήσουμε τον εαυτό μας και να επαναπροσδιορίσουμε το Είναι.
Το διήμερο σεμινάριο για τον Heidegger ολοκληρώθηκε με την ομιλία του Αλέξη Χαρισιάδη για τις έννοιες «Lichtung» και «Ereignis» του Martin Heidegger μέσα από τις οποίες ανέδειξε δύο ουσιώδεις φιλοσοφικές διαστάσεις της ύπαρξης με ιδιαίτερη ευκρίνεια και ζωντάνια. Μέσα από την ικανότητά του να εμβαθύνει σε σύνθετα νοήματα και να τα παρουσιάζει με απλότητα και μεγάλη σαφήνεια, ο Αλέξης καθοδήγησε το ακροατήριο σε έναν στοχαστικό διάλογο για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Αλέξης εξήγησε ότι το Lichtung αφορά στη στιγμή όπου το Είναι αποκαλύπτεται στο Dasein, δημιουργώντας ένα «άνοιγμα» στον κόσμο του. Για τον ίδιο αυτή η αποκαλυπτική εμπειρία, που συχνά ξεπερνά την καθημερινή μας αντίληψη, είναι δυναμική και περιλαμβάνει μια συνεχή διαδικασία αποκάλυψης και απόκρυψης του Είναι. Ο Αλέξης ανέδειξε εδώ τη στενή σύνδεση του Lichtung με την τέχνη, καθώς η τέχνη λειτουργεί ως μέσο αποκάλυψης του Είναι και τόνισε τη σημασία του ως σύμβολο της ικανότητάς μας να αναγνωρίζουμε και να κατανοούμε την πραγματικότητα, προσφέροντας και ψυχοθεραπευτικά έναν «ανοιχτό χώρο» όπου οι ευρύτερες δυνατότητες της ύπαρξης γίνονται ορατές για τον άνθρωπο. Προχωρώντας στην έννοια του Ereignis που περιγράφει τη συνάντηση της ατομικής ύπαρξης με τις υπερβατικές διαστάσεις της ύπαρξης, ο Αλέξης, υπογράμμισε ότι αυτή η διαδικασία του γίγνεσθαι καθορίζει την εξέλιξη της ατομικής μας διαδρομής προς την κατανόηση του κόσμου αλλά και πώς παράλληλα αναδύεται ως ευκαιρία στο να εμβαθύνουμε στη ίδια της φύση της ύπαρξής μας. Ο Αλέξης ανέλυσε πως τόσο το Lichtung όσο και το Ereignis συνδέονται ως προς τη συνειδητή κατανόηση της ύπαρξης και τη διαδικασία αποκάλυψης ή ανακάλυψής της. Ωστόσο, επεσήμανε τις διαφορές τους καθώς το Lichtung εστιάζει στην ανοικτή διάσταση της ύπαρξης και την παρατήρηση, ενώ το Ereignis αφορά τη δυναμική εμπειρία της συνάντησης με το Είναι. Κλείνοντας την ομιλία του έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις εφαρμογές αυτών των εννοιών στην ψυχοθεραπεία και εξήγησε το πώς μπορούν να συμβάλλουν στη διεύρυνση της αυτογνωσίας, της ελευθερίας και της δημιουργικότητας του ατόμου. Μέσα και από τη φιλοσοφική κατανόηση, σημείωσε ο ίδιος, η ψυχοθεραπεία γίνεται ένας τόπος δημιουργίας νέων εμπειριών και συναισθημάτων, προάγοντας την προσωπική ανάπτυξη και ενδυνάμωση των ατόμων, διαμορφώνοντας τις συνθήκες για την καλλιέργεια νέων εμπειριών που ενισχύουν την αίσθηση του εαυτού και που συχνά μπορούν να προσφέρουν μια βαθύτερη ή ευρύτερη κατανόηση και αποδοχή των σχέσεών μας με τους άλλους και τον κόσμο. Ο Αλέξης έκλεισε την ομιλία του με μια φράση του Ludwig Wittgenstein από το Tractatus Logico-Philosophicus: «Για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς, για αυτά χρειάζεται να σωπαίνει» (Wovon man nicht sprechen kann, darüber muss man schweigen), διατυπώνοντας μια φιλοσοφική θεώρηση που αφορά στις ακρώρειες γλώσσας και σκέψης καθώς η φράση αυτή δηλώνει ένα είδος πνευματικής αυτοσυγκράτησης που ξεπροβάλλει σαν υπενθύμιση πως δεν πρέπει και δεν μπορούμε να υπερβαίνουμε τα όρια του νοήματος όταν προσπαθούμε να μιλήσουμε για αυτά που μας διαφεύγουν ή μας ξεπερνούν. Ο Αλέξης, στην ουσία της μεταφοράς του, υπογράμμισε τη σκέψη που λέει πως όπως ο ρόλος της φιλοσοφίας, όπως και του Heidegger εν προκειμένου, δεν είναι να δώσει έτοιμες απαντήσεις σε μεταφυσικές ερωτήσεις, αλλά να μας βοηθήσει να δώσουμε σημασία στα υπαρξιακά ερωτήματα και κυρίως έδειξε πως και η στάση μας ως θεραπευτές εντός μιας υπαρξιακής ψυχοθεραπείας βρίσκεται συχνά στο να αντιληφθούμε το τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να πούμε καθώς και πότε είναι προτιμότερο να σιωπούμε.
Με την παρουσία, τις παρουσιάσεις τους και τις διανοίξεις τους, οι ομιλήτριες και ο ομιλητής του του διημέρου πρόσφεραν μια ουσιαστική εισαγωγή στις έννοιες του Heidegger, συνδυάζοντας τη φιλοσοφία με την τέχνη και την ψυχοθεραπεία, ενώ παράλληλα ενθάρρυναν το κοινό του σεμιναρίου να στοχαστεί πάνω στις προσωπικές του εμπειρίες και να αναζητήσει τα δικά του οντολογικά και οντικά νοήματα για την ύπαρξη και τον κόσμο. Το κυρίαρχο, ίσως, που προσφέρει η φιλοσοφία του Heidegger στο σύγχρονο άνθρωπο είναι η προτροπή του προς τη δυνατότητα να απελευθερωθεί από το κυριαρχικό και κατακτητικό υποκείμενο της νεοτερικότητας, έτσι όπως εκφράστηκε και εξακολουθεί να εκφράζεται μέσα από την εδραιωμένη έκφραση της δυτικής μεταφυσικής αρχής του υποκειμένου, στην οποία βασίζονται οι απόλυτες αλήθειες για τον κόσμο και η εσφαλμένη αίσθηση της αντικειμενικότητας που αποδίδουν στο ανθρώπινο γίγνεσθαι. Ο μεταμορφωμένος άνθρωπος που οραματίζεται ο Heidegger μοιάζει να έχει μεγάλη συνάφεια με αυτά που προσπαθεί να διανοίξει και η ίδια η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, βαδίζοντας προς την προοπτική μιας διαφοροποιημένης α-λήθειας για τον άνθρωπο και τον κόσμο του. «Πώς είναι δυνατόν να διασωθεί το αισθητό;» αναρωτιέται ο Heidegger. Ο ίδιος θέτει ως προϋπόθεση για αυτό το δρόμο την αποφασιστική στροφή της ανθρώπινης ύπαρξης, να βγει από τον προκατειλημμένο κόσμο της για να μπορέσει να συναντήσει και να συνομιλήσει με «αυτό που συνεχώς αναδύεται». Συναντώ λοιπόν και ψυχοθεραπευτικά μπορεί να σημαίνει πως βρίσκομαι καθ’ οδόν προς τη συνάντηση, τη συνομιλία, βγαίνω από την υποκειμενική μου αλήθεια και τις προσδοκίες μου, έρχομαι αντιμέτωπος με τις ηθικές καταστατικές αρχές του κόσμου μου, σημαίνει αναζητώ τι είναι πλέον έγκυρο και τι όχι στη διαφοροποιημένη πλέον προοπτική της συν-οικείωσης ανθρώπου και κόσμου. Βαδίζοντας, διαστακτικά ή με τόλμη, σε έναν ανοίκειο δρόμο που ωστόσο στη άγνωστη βάση του κατοικεί, όπως μας το περιγράφει ο ίδιος ο Heidegger, το «άνευ θεμελίου θεμέλιο, η θέση όπου, αν και κανείς δεν ξέρει ποιός δρόμος οδηγεί ως εκεί, νιώθεται εντούτοις από τους απομονωμένους ποιητές και στοχαστές, γιατί από τη θέση αυτή ξεκινούν όλοι οι δρόμοι προς την αναζήτηση του ανθρώπινου πεπρωμένου». Βασική προϋπόθεση για αυτό να βγούμε από τις προκατασκευασμένες μας θεωρίες και βεβαιότητες, για τους ανθρώπους που συνοδοιπορούμε ως ψυχοθεραπευτές, να παρακάμψουμε τις εύκολες ή έτοιμες λύσεις μας και να στραφούμε με υπομονή, προσήλωση και δέος σε «αυτό που συνεχώς αναδύεται» και μας επαναφέρει στο κρίσιμο ερώτημα περί του Είναι και του όντος, εκεί όπου το τίποτα δεν είναι ποτέ τίποτα αλλά παρέχει πάντα νέες δυνατότητες.
Συντάκτης: Θανάσης Ν. Μανιάτης