Σχόλια σεμιναρίων
ΔΙΗΜΕΡΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 13&14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2024
Μια υπαρξιακή-εξελικτική θεώρηση της ψυχοδυναμικής έννοιας των εσωτερικών συγκρούσεων
Μέσα σε ένα κλίμα βαθιάς συγκίνησης και με διάχυτα συναισθήματα τρυφερότητας, θαυμασμού και αγάπης ολοκληρώθηκε, το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου, το τελευταίο για το 2024 υβριδικό σεμινάριο του Γίγνεσθαι με θέμα: «Μια υπαρξιακή-εξελικτική θεώρηση της ψυχοδυναμικής έννοιας των εσωτερικών συγκρούσεων», που παρουσίασε, εξ ολοκλήρου στη διάρκεια του διημέρου, η κλινική ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια, συνιδρύτρια και εκπαιδεύτρια του Γίγνεσθαι Ευγενία Γεωργαντά, PsyD., ECP. Και αυτό το σεμινάριο ξεχώρισε για την έντονα βιωματική του διάσταση χωρίς ωστόσο να υστερεί τόσο σε φιλοσοφικές έννοιες όσο και σε ψυχοθεραπευτικές διανοίξεις, καθιστώντας το διήμερο κάτι πολύ περισσότερο από μια θεωρητική παρουσίαση ή εκπαιδευτική εκδήλωση. Από την έναρξη του σεμιναρίου, ο μοναδικός συνδυασμός της ευγενικής και πάντα τρυφερής προσωπικότητας της κ. Γεωργαντά, με την πολυετή εμπειρία της ως ψυχοθεραπεύτρια και εκπαιδεύτρια, καθόρισαν την ατμόσφαιρα. Η βαθιά γνώση του αντικειμένου αλλά και η έντονη συναισθηματική προσέγγιση της ίδιας, οδήγησαν την ολομέλεια σε ένα πολυεπίπεδο ταξίδι εξερεύνησης και αυτογνωσίας, όπου θεωρητικές αναλύσεις και προσωπικές αφηγήσεις ενώθηκαν, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία που, πολύ συχνά στη διάρκεια του διημέρου, έμοιαζε να αγγίζει τις διαθέσεις και τα συναισθήματα όλων όσων συμμετείχαν.
Το σεμινάριο ξεκίνησε την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου με μια μικρή αναδρομή στις απαρχές της ιστορίας της ψυχολογίας, με σύντομες αναφορές στις ρίζες της ψυχανάλυσης, στον Freud, στις θεωρίες του Εγώ αλλά και στους πρωτεργάτες της θεωρίας του συμπεριφορισμού Pavlov και Skinner, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για να ξετυλιχθεί διαχρονικά η πορεία της έννοιας των εσωτερικών συγκρούσεων από τις απαρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι την ερμηνεία που δίνουν σε αυτές οι σύγχρονες ανθρωπιστικές και οι υπαρξιακές προσεγγίσεις. Η κ. Γεωργαντά, με ευκρίνεια και απλότητα, εξήγησε εδώ γιατί και με ποιό τρόπο οι «εσωτερικές συγκρούσεις» αποτελούν έναν θεμελιώδη άξονα των ψυχοδυναμικών προσεγγίσεων περιγράφοντας τη δυναμική τους όπως θεωρητικά αυτές αναδύονται ως διαρκή πάλη μεταξύ του “Αυτό” και του “Υπερεγώ” στον Freud, μέχρι την υπαρξιακή προσέγγιση του Yalom που τις τοποθετεί ως μια εσωτερική ένταση απέναντι στα υπαρξιακά δεδομένα της ανθρώπινης θνητότητας, της μοναξιάς, της ελευθερίας και του νοήματος, φωτίζοντας τόσο την ιστορική διαδρομή της ψυχοδυναμικής προσέγγισης για την ψυχοθεραπεία όσο και φέρνοντας αντιμέτωπο το ακροατήριό της με ερωτήματα που αγγίζουν βαθιά την ανθρώπινη ύπαρξη και φύση. Στη συνέχεια της ομιλίας της τοποθέτησε την αναγνώριση και τη διερεύνηση του άγχους ως καθοριστικό στοιχείο αναγγελίας των μηχανισμών άμυνας καθώς, όπως ανέφερε η κ. Γεωργαντά, το άγχος δεν είναι παρά ένα μήνυμα ή σημάδι ότι κάτι μέσα μας συγκρούεται και πως το άτομο δυσκολεύεται να έρθει αντιμέτωπο με την ίδια τη σύγκρουση. Μέσα από διανοίξεις που αναδύθηκαν αρχικά από σύντομες αναφορές στο έργο της Anna Freud και του George Vaillant, παρουσιάστηκαν εδώ οι μηχανισμοί άμυνας όπως η απώθηση, η άρνηση, η παλινδρόμηση, η αντισταθμιστική συμπτωματολογία, η προβολή, η μετάθεση, η μετουσίωση, η εκλογίκευση και η απομόνωση αλλά και οι μηχανισμοί αντιμετώπισης (coping mechanisms) όπως η καταστολή, η αναμονή, η αναπλαισίωση, η ελπίδα, η αισιοδοξία, το χιούμορ και ο αλτρουισμός. Η πρώτη μέρα του σεμιναρίου έκλεισε το βράδυ της Παρασκευής με μια βιωματική άσκηση όπου συμμετέχουσες και συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναλογιστούν τις δικές τους στρατηγικές άμυνας και τους μηχανισμούς αντιμετώπισης που αναγνωρίζουν στον εαυτό τους, αναδεικνύοντας εδώ σαν συμπέρασμα κυρίως την ανθρώπινη ευαλωτότητα και φέρνοντας καθέναν και καθεμιά από το ακροατήριο πιο κοντά στις δικές του/της εσωτερικές συγκρούσεις και στη θεμελιώδη δυνατότητα να αναγνωρίσουν τα συχνά ανυπέρβλητα όρια της ανθρώπινης έντασης και τους πολλαπλούς τρόπους της διάνοιξης ή άμυνας αυτής της, εντέλει, εντελώς προσωπικής αναμέτρησης.
Η δεύτερη μέρα του σεμιναρίου ξεκίνησε με μια βαθιά βουτιά στην υπαρξιακή διάσταση του ανθρώπου και στα θεμελιώδη ερωτήματα που θέτει και διερευνά η υπαρξιακή προσέγγιση όπως το κορυφαίο ίσως: «τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος;» και διαχωρίστηκαν, εν συντομία, τα οντολογικά δεδομένα που αφορούν στα γενικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και πώς αυτά εκδηλώνονται με μοναδικό τρόπο στο οντικό (προσωπικό) επίπεδο της ζωής μας. Η κ. Γεωργαντά σημείωσε, εμφατικά εδώ, πως η υπαρξιακή προσέγγιση δεν περιορίζεται στην κατανόηση της ανθρώπινης φύσης ως φιλοσοφικής έννοιας, αλλά αναζητά πάντα την βιωματική ανάδυση και ερμηνεία. Πέρα από την φιλοσοφική κατανόηση του τι σημαίνει να είμαστε ανθρώπινα όντα, τόνισε, χρειάζεται να παρατηρήσουμε συνολικά τις ψυχολογικές θεωρίες καθώς καθεμιά τους μας προσφέρει μια διαφορετική ματιά στην κατανόηση τόσο του εαυτού και των άλλων όσο και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε και στάθηκε για λίγο στον τρόπο που κάθε θεωρία σχετίζεται με τον βίο του ανθρώπου που την εκφράζει και φυσικά στο πως τελικά καθεμιά τους περιλαμβάνει άμεσες ή έμμεσες αναφορές στο κοινωνικό-ιστορικό-πολιτισμικό πλαίσιο από όπου αναφύονται. Περνώντας, στη συνέχεια του σεμιναρίου, στον κύριο κορμό της παρουσίασής της, στην προσωπική της ματιά για την Υπαρξιακή-Εξελικτική θεώρηση και την ψυχοδυναμική και οντολογική διάσταση των εσωτερικών συγκρούσεων, η κ. Γεωργαντά, ξεκίνησε να μοιράζεται την κοσμοθεωρία της και να συνθέτει τον τρόπο που για την ίδια συνδέονται τα εξελικτικά θέματα που έχουν σχέση με τον χρόνο και την ηλικία και τον τρόπο που τα διαπραγματευόμαστε σε συνάρτηση πάντα με τα οντολογικά δεδομένα που συχνά ενυπάρχουν σε κάθε ανθρώπινο βίωμα. Με σύντομες αναφορές στο έργο του Heidegger, η κ. Γεωργαντά μας κάλεσε να δούμε την ύπαρξη ως μια συνεχή διαδικασία ανάδυσης που περιλαμβάνει συχνά την ευθύνη των προσωπικών επιλογών για την ίδια την ύπαρξη και περιέγραψε την έννοια της αυθεντικότητας που κατέχει κεντρικό ρόλο στην υπαρξιακή σκέψη, καθώς σχετίζεται άμεσα με την ιδιοποίηση της ζωής αλλά και την αποδοχή των ανθρώπινων περιορισμών και της μοναδικότητάς μας στον κόσμο. Ανέπτυξε εδώ πολλά από τα οντολογικά δεδομένα που μοιραζόμαστε όλοι, όπως τη θνητότητα, τη μοναξιά, την ελευθερία και την αναζήτηση νοήματος, τόνισε ωστόσο η ύπαρξή μας δεν περιορίζεται σε αυτά ή μόνο από αυτά. Άλλες πτυχές της ανθρώπινης διαδρομής όπως η ενσώματη φύση μας, η χρονικότητα και η χωρικότητα, οι αντιφάσεις και τα δίπολα, αναδείχθηκαν ως θεμελιώδη στοιχεία που συνθέτουν το προσωπικό βίωμα και σε μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές του σεμιναρίου, η ίδια, μοιράστηκε τη δική της βιωματική πορεία στο χρόνο που την οδήγησε στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της Υπαρξιακής-Εξελικτικής θεώρησης. Μίλησε εδώ από καρδιάς για την, πολλές φορές αγωνιώδη, προσπάθειά της να αισθανθεί, ανακαλύψει και περιγράψει τι είναι πραγματικά δικό της, για την ανάγκη της να κατανοήσει και να αναπλαισιώσει, συχνά στη διαδρομή της ζωής της, τις επιρροές που είχε δεχτεί μέσα από την μελέτη διαφόρων ψυχολογικών και φιλοσοφικών θεωριών που διερευνούν την εξέλιξη και δομή της προσωπικότητας και την χρησιμότητά τους καθώς είχαν νόημα και φώτιζαν διαφορετικές πλευρές της εξέλιξης και της ζωής της πριν εντέλει αποφασίσει να τις συνθέσει τόσο χρονικά όσο και νοηματικά προς μια κοσμοαντίληψη ή θεωρία που δεν ορίζει πλέον γραμμικά την ανθρώπινη εξέλιξη αλλά την αντιλαμβάνεται μέσα από χρονικούς κύκλους φτάνοντας στη δημιουργία της σπείρας που αργότερα, όπως περιέγραψε η ίδια, θα γίνει η βάση της θεωρίας της για το «DNA της ψυχής». Μίλησε εδώ για το πώς οι διαφορετικές θεωρίες, όπως αυτές του Freud, του Erikson, του Bowlby και του Winnicott, που στοιχειοθετούν (εν μέρει τουλάχιστον) και ένα μέρος από τα προσωπικά δεδομένα των ατόμων, τη βοήθησαν σταδιακά να συνθέσει ένα σπειροειδές μοντέλο κατανόησης της ανθρώπινης εξέλιξης που σε συνδυασμό με την καθοριστική επαφή της με την ανθρωπιστική-υπαρξιακή προσέγγιση και τα κοινά για όλους υπαρξιακά δεδομένα της ανθρώπινης ύπαρξης, με κορυφαίο ίσως για την ίδια την ανθρώπινη ερριμμενότητα, να αναπτύξει τη δική της υπαρξιακή προσέγγιση, το προσωπικό της «DNA της ψυχής», βαδίζοντας προς τη δυνατότητα να συνδέσει τις υπαρξιακές ανησυχίες με τις εξελικτικές ανάγκες, προσφέροντας εντέλει μια συνθετικά ολοκληρωμένη και ολιστική κατανόηση του ανθρώπινου βίου. Φτάνοντας προς το τελευταίο μέρος της παρουσίασης και ομιλίας της κ. Γεωργαντά κάλεσε την ολομέλεια να αναλογιστεί πώς καθένας ή καθεμιά μας ως άτομα είμαστε μέσα-στον-κόσμο, διερευνώντας ο καθένας/μία για τον εαυτό του/της τα εξελικτικά-υπαρξιακά θέματα που σχετίζονται με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες και ανησυχίες μας. Επιστρέφοντας στην ολομέλεια, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε στη διαρκή διαλεκτική ανάμεσα στην ασφάλεια και την ανασφάλεια, τη σύνδεση με τους άλλους και την απομόνωση, την αυθεντικότητα και την αναυθεντικότητα και στο πώς τελικά οι αντιθέσεις αυτές δημιουργούν έντονες εσωτερικές εντάσεις ή συγκρούσεις και γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ύπαρξής μας αλλά και πώς ως θεραπευτές ή θεραπεύτριες χρειάζεται ψυχοθεραπευτικά να προσφέρουμε τον απαραίτητο χωροχρόνο για να μπορούμε γνήσια και αυθεντικά να συνοδοιπορήσουμε προς την ανάληψη ευθύνης του εαυτού ενός Ιερού Άλλου, βαδίζοντας από κοινού στη διαχείριση των δύσκολων συναισθημάτων, οδηγώντας την ετερότητα προς τον πολλές φορές ανηφορικό δρόμο της ιδιοποίησης της προσωπικής της ιστορίας, επιλέγοντας τελικά την ανάπτυξη και την εξέλιξη με όλο το κουράγιο και η δύναμη της θέλησης, που όπως εξήγησε η ίδια, είναι τα πρωταρχικά εργαλεία που εν δυνάμει μπορούν να επιτρέψουν και να αντιμετωπίσουν την απογοήτευση και την απόγνωση που εμπεριέχεται στην ανθρώπινη μοίρα. Κλείνοντας την ομιλία της στάθηκε στο πώς θεραπευτικά χρειάζεται να είμαστε πάντα ανοιχτοί και παρόντες, με φαινομενολογικό τρόπο, σε αυτή τη διαρκή διαλεκτική που μπορεί να εκδηλώνεται με διαρκείς αντιφάσεις και ότι, όπως τόνισε πάλι η ίδια, η αναγνώριση αυτών των εντάσεων δεν χρειάζεται να είναι ή και να γίνει ένα βήμα για την εξάλειψή τους, αλλά ένας δρόμος προς την κατανόηση και την ενσωμάτωσή τους στη ζωή των ανθρώπων που συνοδοιπορούμε, καθώς πολλά από αυτά τα συχνά ανεπίλυτα διλήμματα δεν αποτελούν παρά βασικά ανθρώπινα παράδοξα που, παρά τη συχνά μεγάλη αναστάτωση που προκαλούν, αποτελούν αναπόσπαστα μέρη κάθε ανθρώπινης ύπαρξης και πως θα χρειάζεται τόσο οι θεραπευόμενοι όσο και εμείς οι ίδιοι να τα διαπραγματευόμαστε συνεχώς κατά την διάρκεια του βίου μας.
Το κλείσιμο του σεμιναρίου ήταν συγκινητικό. Η κ. Γεωργαντά μοιράστηκε στο σεμινάριο αυτό μια προσωπική αφήγηση που συνδύαζε όσα θεωρητικά θέλησε να παρουσιάσει με την προσωπική της διαδρομή στη ζωή, φέρνοντας μέσα σε αυτό το αυτοαποκαλυπτικό και γενναίο μοίρασμά της όχι μόνο στιγμές επιτυχίας αλλά και πολλές από τις δικές της εσωτερικές συγκρούσεις και αγωνίες, και σε πολλές στιγμές του διήμερου σεμιναρίου αυτό ήταν το καθοριστικό στοιχείο που καθήλωσε το ακροατήριο. Ήταν σαν να παρατηρούσες το θεωρητικό της έργο να παίρνει μορφή και να γίνεται μια ζωντανή, ανθρώπινη ιστορία, μια εξιστόρηση της βαθιά ανθρώπινης, βιωματικής της διαδρομής, γεμάτη με α-λήθειες, συγκίνηση και αυθεντικότητα. Αναδύθηκε επίσης σαν κάλεσμα να δούμε και τις δικές μας διαδρομές στη ζωή με θάρρος και ειλικρίνεια καθώς πρόσφερε στο κάθε άτομο που αποχώρησε από την αίθουσα μια αίσθηση βαθιάς σύνδεσης, όχι μόνο με τις ιδέες που παρουσιάστηκαν, αλλά και με τον ίδιο τον υπαρξιακό εαυτό μας. Με αυτή την έννοια το διήμερο αυτό σεμινάριο δεν ήταν απλά μια εισαγωγή στις υπαρξιακές-εξελικτικές θεωρίες, αλλά ένα πραγματικό ταξίδι στην καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί όπου οι έννοιες των «διαλεκτικών εντάσεων», που παρουσίασε η κ. Γεωργαντά, βρίσκουν απήχηση στην πράξη. Ίσως τελικά, όπως σημειώνει και ο Spinelli, η μεγαλύτερη συνεισφορά της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας να είναι ότι όλες οι δηλώσεις της τελειώνουν με ένα ερωτηματικό και όχι με μια τελεία, τοποθετώντας και πάλι αυτή την ιδέα στο επίκεντρο μιας συζήτησης για τη σημασία της αμφισβήτησης και της αναζήτησης για τη θεραπευτική διαδικασία, αφού και η κ. Γεωργαντά με ένα πολύ προσωπικό αφηγηματικό και βαθιά ανθρώπινο και, ίσως, για αυτό ιδιαίτερα ευαίσθητο και τρυφερό τρόπο, περιέγραψε πώς η υπαρξιακή προσέγγιση μας προσκαλεί να παραμείνουμε ευάλωτοι, να αγκαλιάσουμε, όσο αντέχουμε, την υπαρξιακή αβεβαιότητα, ακόμη και όταν αυτή κουβαλά μαζί της την αίσθηση του άγνωστου ή του μηδενός, επιτρέποντας στον εαυτό μας να αναρωτηθεί: «Τι είναι αυτό που αγγίζει την ψυχή μου;», «Τι είναι αυτό για το οποίο βρίσκομαι εδώ;».
Συντάκτης: Θανάσης Ν. Μανιάτης