Σχόλια σεμιναρίων

ΔΙΗΜΕΡΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 17&18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2023

Φιλοσοφία & υπαρξιακή ψυχοθεραπεία

Images: Hannah Arendt, Nikolai Berdyaev & Paul Tillich

Ολοκληρώθηκε με μεγάλη συμμετοχή και πολλά θετικά σχόλια το Σάββατο 18 Φεβρουαρίου, το αφιερωμένο στην Φιλοσοφία και στις συνδέσεις της με την Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία, διήμερο διαδικτυακό σεμινάριο του Γίγνεσθαι. Μέσα από τη συμμετοχή τους στο σεμινάριο τόσο οι σπουδάστριες/τές όσο και οι εξωτερικοί συμμετέχοντες επισκέπτες/τριες είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν θεωρητικά και να προσεγγίσουν βιωματικά το έργο των φιλοσόφων Hannah Arendt, Nikolai Berdyaev και Paul Tillich. Με τις παρουσιάσεις τους οι εκπαιδευτές Αλέξης Χαρισιάδης (Ph.D, M.Sc.), Κατερίνα Ζύμνη (Ph.D, ECP) και Χριστίνα Μπούφαλη-Μπαβέλλα (M.Sc., ECP) κατόρθωσαν να ξεδιπλώσουν, στον σύντομο χρόνο του σεμιναρίου, πολλές από τις πρωτοποριακές ιδέες του έργου των τριών φιλοσόφων, τονίζοντας το πόσο επίκαιρες και ζωντανές παραμένουν στο σήμερα, προτρέποντας την ολομέλεια να στοχαστεί και να εργαστεί πάνω στις σκέψεις και τα φιλοσοφικά ερωτήματα που καθένας και καθεμιά τους φέρνει και κυρίως να αναζητήσει τις συνδέσεις τους με την υπαρξιακή ψυχοθεραπεία διερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους μπορεί μελλοντικά να τις αξιοποιήσει στο πλαίσιο μιας υπαρξιακής ψυχοθεραπείας.

Τους συμμετέχοντες/ουσες καλωσόρισε νωρίς το απόγευμα της Παρασκευής με μια σύντομη εισαγωγή του ο Αλέξης Χαρισιάδης, προσκαλώντας μας όλους και όλες σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το έργο των τριών φιλοσόφων του διημέρου μέσα από μια στάση ανοιχτότητας που θα βασίζεται περισσότερο στη διερεύνηση και τη γνωριμία του φιλοσοφικού τους λόγου και λιγότερο στα βιογραφικά στοιχεία που συνθέτουν τα πρόσωπά τους. Με τον γνώριμο φιλοσοφικό του λόγο ο Αλέξης μίλησε επίσης, όπως και σε άλλα παλαιότερα σεμινάρια του Γίγνεσθαι, για την ευκαιρία που αναδύεται κάθε φορά από τη δική μας ανοιχτή προοπτική και στάθηκε στη δυνατότητα και για αυτό το σεμινάριο να είμαστε προσανατολισμένοι/ες στις εκφάνσεις ή τις δυνατότητες του έργου των φιλοσόφων και όχι σε μια στάση κλειστής ερμηνείας. Η πρώτη μέρα του σεμιναρίου άνοιξε ουσιαστικά με την παρουσίαση της Χριστίνας Μπαβέλλα για την πολιτική επιστήμονα και φιλόσοφο Hannah Arendt (1906-1975). Η Χριστίνα στην εισαγωγή της τόνισε την αξία της συμμετοχής της Arendt στην σύγχρονη φιλοσοφία και στάθηκε στην μεγάλη επιρροή που είχαν οι ιδέες της στην διαμόρφωση των πολιτικών θεωριών, διερωτώμενη ανοιχτά για την δυναμική που προσέδωσε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής της στην προσωπική διαδρομή και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας της φιλοσόφου. Στη συνέχεια της παρουσίασής της, η Χριστίνα παρουσίασε εν συντομία κάποια βασικά βιογραφικά στοιχεία της Arendt. Μίλησε εδώ για την σημασία που είχε η εβραϊκή καταγωγή στη ζωή και το έργο της και στάθηκε για λίγο στις γνωριμίες με τους άνδρες που κατά εποχές την συνόδευσαν στη ζωή και με διάφορους τρόπους επηρέασαν τη φιλοσοφία της. Περιέγραψε εδώ, για λίγο, την πνευματική και ερωτική σχέση της με τον Heidegger, την γνωριμία της με το φιλοσοφικό έργο του ιδρυτή της φαινομενολογίας Husserl και στάθηκε στη βαθιά πνευματική φιλία της Arendt με τον Jaspers. Περιέγραψε ακόμη το πώς η Arendt αντιτάχθηκε στον θετικιστικό προσανατολισμό της επιστήμης και της φιλοσοφίας της εποχής της αλλά και τον τρόπο που τελικά οι θέσεις της και οι δημόσιες τοποθετήσεις της οδήγησαν σε διαφωνίες και συγκρούσεις με την ίδια την εβραϊκή κοινότητα στην οποία ανήκε. Η Χριστίνα περιέγραψε ακόμη τις συνεχείς ανατροπές που έφερε στη ζωή της Arendt η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία. Στάθηκε στις αγωνιώδεις διαρκείς μετακινήσεις της από την Γερμανία στην Τσεχοσλοβακία και από εκεί στη Γενεύη και το Παρίσι, που συνολικά καθιστούσαν τη φιλόσοφο απάτρη για περισσότερα από 10 χρόνια έως την μόνιμη εγκατάστασή της στην Νέα Υόρκη από όπου ξεκίνησε μια νέα ακαδημαϊκή καριέρα, διδάσκοντας φιλοσοφία και πολιτικές επιστήμες ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε πολλά κορυφαία πανεπιστήμια της χώρας και όπου είχε την τιμή να γίνει η πρώτη γυναίκα λέκτορας στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον για την τεράστια επιρροή της στη διαμόρφωση της φιλοσοφίας και των πολιτικών θεωριών. Η Χριστίνα μίλησε επίσης για τις επιρροές της Arendt από τους αρχαίους φιλοσόφους Αριστοτέλη και Σωκράτη, στοιχειοθετώντας το πώς η σκέψη και η γλώσσα συνυπάρχουν στην ανθρώπινη συνθήκη, τονίζοντας πως για την Arendt ο εσωτερικός διάλογος που απορρέει από αυτή τη συσχέτιση καθιστά τον τρόπο ύπαρξης του καθενός, προσδίδοντάς του το συνειδησιακό και κοινωνικό του περιεχόμενο, καθώς για εκείνη ο τρόπος που τελικά κανείς σκέφτεται και δρα καθορίζει το ποιός/ποιά είναι και ποιός/ποιά γίνεται. Περιέγραψε ακόμη τον αγώνα της Arendt ενάντια στον ολοκληρωτισμό, δείχνοντας τον τρόπο του να αναγεννάται μέσα από τον τρόμο και την ιδεολογία του ατομικού στερώντας μας το όνομα, τα δικαιώματα και εν τέλει την ανθρώπινη ταυτότητά μας. Η Χριστίνα στάθηκε εδώ στην ευκαιρία που το έργο και η προσωπική στάση της Arendt δείχνει για όλους/όλες μας αφού μέσα από το συνολικό παράδειγμά της αναδύεται μια στάση κατανόησης τόσο για αυτά ή αυτούς που μας έχουν πληγώσει όσο και για αυτά που μας διανοίγουν στην ανθρώπινη αλήθεια, κυρίως γιατί όπως πίστευε η Arendt «μόνο μέσα από τον δημόσιο λόγο και μια ανοιχτή επαφή μας με τον κόσμο μπορούμε να ανοιχτούμε στην ανθρώπινη ελευθερία» και γιατί διαφορετικά χανόμαστε βουτηγμένοι/ες σε συστήματα απρόσωποι και απόλυτοι με τη ζωή. Στάθηκε εδώ στο τολμηρό παράδειγμα της Arendt, στην αντιμετώπισή της για τον Eichmann, συνταγματάρχη των ναζιστικών SS, που υπήρξε επικεφαλής του γραφείου εβραϊκών υποθέσεων της Γκεστάπο και για πολλούς ο βασικός αρχιτέκτονας τους ολοκαυτώματος, μιλώντας για την «κοινοτοπία του κακού» και την ανάγκη να δούμε ότι, κάποιες φορές, η πηγή του κακού εδράζεται στην ανικανότητα να σκεφτούμε για την ύπαρξη και για τις πράξεις που μας συνδέουν με τον κόσμο. Η Χριστίνα τόνισε εδώ τη σημασία που είχε για την Arendt η έννοια της κατανόησης και λιγότερο η εκφορά ή η ακολουθία μιας γνώμης, καθώς όπως είπε και για εκείνη το να ζω σημαίνει «βρίσκομαι ανάμεσα στους άλλους». Κλείνοντας την παρουσίασή της μίλησε για τις τρεις ανθρώπινες δραστηριότητες, έτσι όπως η Arendt τις παρουσιάζει στο βιβλίο της για την ανθρώπινη κατάσταση: τον μόχθο που συνδέεται με την βιολογική διεργασία, την εργασία που αναδύεται από την ατομικότητα και την υλική ζωή και τέλος την πράξη που χρειάζεται να αποτελεί την κύρια φροντίδα μας, καθώς για την Arendt η πράξη είναι συνώνυμη της σκέψης και της πλυθυντικότητας του «εν-τω-κόσμω-είναι» καθώς και για εκείνη ο άνθρωπος αναδύεται στο συν-είναι και όχι ξεκομμένος από αυτόν και πως εντέλει αυτό καθιστά όχι μόνον την πρωταρχική βάση του κόσμου μας αλλά και την απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής, πολιτιστικής και εντέλει της πολιτικής μας ζωής.

Η δεύτερη μέρα του σεμιναρίου ξεκίνησε το πρωινό του Σαββάτου με την παρουσίαση του Αλέξη Χαρισιάδη για τον Nikolai Berdyaev (1875-1948). Ο Αλέξης άνοιξε το σεμινάριο με τη φράση του Τερζάκη που έγραψε πως ο Berdyaev ανήκει σε εκείνους που ελευθέρωσαν τον Θεό. Στάθηκε στην πρωταρχική σημασία που έχει η έννοια της ελευθερίας στο τεράστιο έργο του φιλοσόφου, τοποθετώντας φιλοσοφικά τον Berdyaev ως απόστολο της ελευθερίας και πρότεινε στην ολομέλεια να αφουγκραστεί το έργο του όχι ως δόγμα αλλά ως όραμα. Στη συνέχεια του σεμιναρίου μέσα από σύντομα βιογραφικά στοιχεία παρουσίασε την ιδεολογική διαδρομή του Berdyaev από τον Μαρξισμό στον Νεοϊδεαλισμό και από εκεί στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό και στάθηκε για λίγο στις φιλοσοφικές, θεολογικές και μυστικιστικές επιρροές του αλλά και την ενασχόληση με την τέχνη που διαμόρφωσαν τη σκέψη του φιλοσόφου και τον οδήγησαν στην αναζήτηση του τρόπου του να διατυπώσει την δική του μυθολογία για την προέλευση και την ενσάρκωση της ελευθερίας. Ο Αλέξης ξεκαθάρισε πως η έννοια της ελευθερίας στο έργο του δεν αφορά τη ελεύθερη βούληση αλλά αναφέρεται στην πρωταρχική υπόσταση του ανθρώπου να αναδύεται από την ελευθερία. Περιέγραψε εδώ την ανθρώπινη ύπαρξη ως απόκτο της εγγενούς μας ελευθερίας, μιας ελευθερίας που για την μυθολογία του Berdyaev αναβλύζει από το μηδέν που επιθυμεί να γίνει κάτι και καθιστά τον άνθρωπο συμμέτοχο και κατά μια έννοια συνδημιουργό του Θεού στην αποκάλυψη και τη δημιουργία του κόσμου. Ο Αλέξης έδειξε ακόμη τις καταβολές στις έννοιες του Berdyaev συνδέοντας την αντινομία και για την μη αντικειμενικά προσδιορίσιμη ελευθερία με μέρη από το έργο του Kant και την ιδέα του μη όντος τόσο με αναφορές από τις σκέψεις του Πλάτωνα όσο κυρίως με την έννοια του Ungrund από τις ιδέες του γερμανού φιλοσόφου και χριστιανού μυστικιστή Jakob Böhme. Περιέγραψε επίσης τον Berdyaev ως κατεξοχήν φιλόσοφο του προσώπου σκιαγραφώντας την προσωπική διαδρομή του από τον περσοναλισμό στον ρωσικό υπαρξισμό και τόνισε το πόσο σημαντικές υπήρξαν οι ορθόδοξες χριστιανικές επιρροές στο έργο του. Μίλησε εδώ για τις βασικές έννοιες που πραγματεύεται ο Berdyaev στο έργο του συνοψίζοντάς τες στην ελευθερία, στη βιωμένη αλήθεια, στην απροϋπόθετη συμμετοχή στη δημιουργία, στην ιερότητα του προσώπου και τέλος στην έννοια της αγάπης που διατρέχει τη σκέψη και χρωματίζει συνολικά το έργο του. Κλείνοντας τη δική του παρουσίαση ο Αλέξης στάθηκε στην έννοια της προτεραιότητας της ελευθερίας έναντι του όντος κάνοντας πολλές χρήσιμες συνδέσεις της σκέψης του Berdyaev με μια υπαρξιακή προοπτική για τον άνθρωπο. Περιέγραψε εδώ στις έννοιες της ελευθερίας, της τελειότητας, του ανθρώπινου πάθους, της αλήθειας, του μυστηρίου και του μηδενός που διατρέχουν το έργο του φιλοσόφου τονίζοντας τέλος το πόσο χρήσιμες και αποκαλυπτικές μπορεί να γίνουν στη διαδρομή μιας υπαρξιακής-φαινομενολογικής ψυχοθεραπείας.

Το σεμινάριο ολοκληρώθηκε με την παρουσίαση της Κατερίνας Ζύμνη για τον Paul Tillich (1886-1965). Η Κατερίνα σκιαγραφώντας τον Tillich μίλησε για έναν ένθεο υπαρξιακό φιλόσοφο και χριστιανό θεολόγο που προσπάθησε μέσα από έργο του να φέρει την φιλοσοφία κοντά στον απλό άνθρωπο, εστιάζοντας κυρίως στην έννοια του θάρρους που πραγματεύεται. Ξεκίνησε παρουσιάζοντας κάποια βασικά βιογραφικά στοιχεία του φιλοσόφου δείχνοντας ότι και ο ίδιος υπήρξε ένα ζωντανό παράδειγμα του πώς μπορεί κανείς να συνεχίζει να ζει σε ένα κόσμο γεμάτο δυσκολίες. Η Κατερίνα σημείωσε πως ο Tillich περιγράφει αυτόν τον αγώνα σαν μια προσπάθεια ισορροπίας μεταξύ φόβου και θάρρους, όπου καλούμαστε όχι να αφανίσουμε την αγωνία αλλά να την αφήσουμε να εν-υπάρχει τολμώντας να προχωράμε, καθώς το θάρρος, όπως είπε ο Tillich, ενέχει την αγωνία και η έλλειψή του οδηγεί στην απελπισία. Στάθηκε εδώ στα λόγια του φιλοσόφου που στοιχειοθετούν το θάρρος σαν μια ηθική πράξη δέσμευσης που αναδύεται σε πείσμα όλων εκείνων των στοιχείων που μας βυθίζουν στην αγωνία και αντιστρατεύονται την ουσιαστική μας αυτοβεβαίωση. Η Κατερίνα περιέγραψε εδώ τους τρεις τύπους της ανθρώπινης αγωνίας από το έργο του Tillich: την αγωνία για τη μοίρα και το θάνατο που συνδέονται με το τυχαίο ή το απρόβλεπτο της ζωής και την ανθρώπινη περατότητα, την αγωνία για το κενό και το μη νόημα που αναδύονται από την έλλειψη νοήματος και την άβυσσο του μη είναι και τέλος την αγωνία της ενοχής και της καταδίκης που σχετίζονται με την προσωπική απόκριση του ανθρώπου μέσα στην οντική, πνευματική και ηθική διαδρομή της ζωής του. Κλείνοντας την παρουσίασή της η Κατερίνα στάθηκε στον τρόπο που τελικά ο άνθρωπος καλείται να απαντήσει τόσο στα οντολογικά όσο και στα οντικά διλήμματα που συναντά, επιστρατεύοντας το θάρρος της ύπαρξής του και τελικά μέσα από αυτή την αυτοκατάφασή του να συνεχίσει τη διαδρομή του, σε πείσμα πολλές φορές όλων εκείνων των στοιχείων που αντιστρατεύονται την ύπαρξή του. Τόνισε εδώ την αξία της χαράς που αναβλύζει καθώς κανείς καταφάσκει στην υπαρξιακή του διαδρομή, σε πείσμα των επιθυμιών και των ανησυχιών του, τολμώντας το οντολογικά θαρραλέο Νιτσεϊκό ΝΑΙ. Η Κατερίνα έδειξε πως τελικά η χαρά αυτή δεν είναι άλλη από μια βαθιά συγκινησιακή έκφραση του ανθρώπου που τολμά να πει το ιερό αυτό ΝΑΙ υπερβαίνοντας το μηδέν, μετέχοντας σε κάτι που συχνά τον ξεπερνά και που για τον Tillich παίρνει τη μορφή του Θεού.

Όπως πολύ όμορφα συνόψισε ο Αλέξης, κλείνοντας το σεμινάριο για την Φιλοσοφία και την Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία, στον αντίποδα κάθε εδραιωμένης ιδεολογίας βρίσκονται η φιλοσοφική απορία και η συμπερίληψη. Αυτές καθιστούν τις βάσεις της ικανότητάς μας για μια ηθική ζωή, αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις που θα μας ωθήσουν να βγούμε από το αντικειμενικό ή και το “γενικά σωστό” καθώς αρνούμενοι να βγούμε από αυτό αρνούμαστε ένα μέρος της ανθρώπινής μας υπόστασης, χάνουμε τον ανθρωπισμό και την κατανόησή μας για ό,τι μπορεί να μας διαφεύγει ως άγνωστο ή άλλοτε πάλι ως πολύ γνώριμο. Και αυτό σαν υπαρξιακοί ψυχοθεραπευτές/τριες χρειάζεται, ίσως, να το θυμόμαστε συχνά κατανοώντας τον εαυτό μας όχι ως αυθεντία αλλά ως άνθρωπο γυμνό και ανυπόδητο, όπως προτείνει και ο Γεμενετζής, ως αγγελιοφόρο όλων αυτών που έρχονται από τα ίδια τα πράγματα, γινόμενοι μέρος αυτής της ιερής συν-ομιλίας και αποκάλυψης που συν-θέτει και συν-ομολογεί την προσωπική και ωστόσο τόσο κοινή μας παρουσία και α-λήθεια στον κόσμο.

Συντάκτης: Θανάσης Ν. Μανιάτης