Σχόλια σεμιναρίων
ΔΙΗΜΕΡΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 15&16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2022
Δεοντολογικές προκλήσεις στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία
Ολοκληρώθηκε το Σάββατο 16 Απριλίου, το τελευταίο για αυτή την εκπαιδευτική χρόνια, διήμερο διαδικτυακό σεμινάριο του Γίγνεσθαι με θέμα την τις δεοντολογικές προκλήσεις στην υπαρξιακή ψυχοθεραπεία. Στη διάρκειά του εκπαιδευτές/τριες, εκπαιδευόμενες/οι και λίγοι/ες εξωτερικοί/ες συμμετέχοντες είχαν την ευκαιρία να επεξεργαστούν ποικίλα δεοντολογικά ζητήματα, όπως αυτά αναδύονται στο θεραπευτικό δωμάτιο, να διερωτηθούν για τις συχνά δύσκολες αποφάσεις που πρωταρχικά στοχεύουν στο καλώς έχειν των ανθρώπων που συνοδοιπορούν και κυρίως μέσω των βιωματικών ασκήσεων να αναζητήσουν όλους εκείνους τους δημιουργικούς τρόπους που στοχεύουν και ιδανικά απαντούν με τον καλύτερο τρόπο στις προϋποθέσεις μιας ασφαλούς και κυρίως ωφέλιμης θεραπευτικής διαδικασίας. Αξιοποιώντας πραγματικά περιστατικά, μέσω των σύντομων αλλά περιεκτικών παρουσιάσεών τους, οι εκπαιδευτές Αλέξης Χαρισιάδης, Δανάη Σταματοπούλου, Χριστίνα Μπούφαλη-Μπαβέλλα και Έφη Μπόνη μαζί με την πολύτιμη συμμετοχή του Δημήτρη Δημητριάδη, που ολοκληρώνει φέτος το τετραετές πρόγραμμα σπουδών, ανέδειξαν πολλά από τα διλήμματα, τις προκλήσεις και τις ευθύνες που αναδύονται από την πρακτική του επαγγέλματος της ψυχοθεραπείας.
Ο Αλέξης στη σύντομη και ουσιαστική εισαγωγή του έθεσε τα κυρίαρχα δεοντολογικά ζητήματα που οριοθετούνται στις βασικές αρχές του κώδικα και βασίζονται στις ηθικές αρχές του επαγγέλματος. Στάθηκε εδώ να περιγράφει την ανάγκη να παρέχουμε όφελος, την αμέριστη προσοχή μας στο να μην προκαλέσουμε οποιαδήποτε βλάβη και την διαρκή μας προσπάθεια να φροντίζουμε συνολικά για το καλώς έχειν των ανθρώπων που συνοδοιπορούμε. Περιέγραψε την προσοχή που απαιτεί η υποστήριξη της αυτονομίας τους, προς μια διαδρομή που στοχεύει όλο και περισσότερο στην εγγενή ελευθερία τους αλλά και τη δική μας προσπάθεια μας να να είμαστε ενήμεροι των πεποιθήσεων, των αξιών αλλά και των πιθανών ελλείψεων που καθιστούν αναποτελεσματική ή και επικίνδυνη την επαγγελματική μας πιστότητα. Στάθηκε εδώ στην χρησιμότητα μιας στάσης και πρακτικής που συχνά υποθέτει την ύπαρξη τυφλών σημείων, σε όλες και όλους μας, και προσπαθεί να αναγνωρίσει τους κινδύνους των διακρίσεων ή των προσωπικών ελλείψεών μας. «Κάθε δισταγμός, κάθε ερωτηματικό, κάθε αίσθημα ντροπής μας, μπορεί να είναι ένα δείγμα προς εξέταση, για κάτι που συχνά μπορεί να χρειάζεται εποπτική εργασία ή συναδελφική στήριξη», τόνισε ο ίδιος. Ούτε μια αγχώδης, ούτε μια αδιάφορη, ούτε μια τυπική αλλά ούτε και μια στάση απόλυτης σιγουριάς και βεβαιότητας απέναντι στον κώδικα δεοντολογίας, συμπλήρωσε ο Χαρισιάδης, είναι βοηθητική καθώς καμία τους δεν προάγει την επαγγελματική μας εξέλιξη και ωρίμανση και με αυτή την έννοια κανένα από τα διλήμματα και τις δυσκολίες που συχνά προκύπτουν στη διαδρομή της ψυχοθεραπείας δεν εξαντλείται απλώς στη μελέτη ή σε μια αδιάφορη εφαρμογή του.
Στη συνέχεια του σεμιναρίου, στη διάρκεια και των δύο ημερών, μέσα από αληθινά περιστατικά (που με φροντίδα για την εχεμύθεια και την προστασία του απορρήτου τους εξέθεσαν), η Δανάη, ο Δημήτρης, η Χριστίνα και η Έφη μοιράστηκαν με την ολομέλεια σκέψεις και προβληματισμούς που
σχετίζονται με την πρακτική της ψυχοθεραπείας και άπτονται του κώδικα δεοντολογίας άλλοτε με εμφανή και άλλοτε με έμμεσο τρόπο. Αναδείχθηκαν εδώ πολλές από τις εντάσεις, τα διλήμματα, τα δίπολα και συχνά κάποια από τα ασαφή όρια μέσα στα οποία καλούμαστε να επιλέξουμε την προσωπική μας στάση και δράση στην ψυχοθεραπευτική μας διαδρομή και αναζητήθηκαν πολλές από τις πιθανές αποκρίσεις καθώς εργαστήκαμε σε μικρές ομάδες αλλά και στην ευρύτερη συζήτηση στην ολομέλεια. Διερευνήθηκαν εδώ κάποιες από τις συνιστώσες του κώδικα, όπως ζωντανά έρχονται στο θεραπευτικό δωμάτιο, και σχετίζονται με τις έννοιες της οριοθέτησης, του ερωτισμού, της σεξουαλικότητας, της αυτοκτονικότητας, της πολιτισμικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης, της ψυχοπαθολογίας με ένα τρόπο που ανέδειξε και πάλι όχι μόνο την σημασία μιας πρακτικής στάσης αλλά και την υπαρξιακή και φιλοσοφική βάση πολλών από αυτών των ανοιχτών ερωτημάτων που συχνά προκύπτουν. Αν και τα ερωτήματα εδώ έμοιαζαν να έχουν ένα προσωπικό χαρακτήρα που αφορούσαν στο συγκεκριμένο κάθε φορά ατομικό περιστατικό αναδείχθηκε παράλληλα και μια κοινωνική διάστασή τους που αφορά στη δημόσια ή θεσμική μας θέση και στάση στον κόσμο.
Κλείνοντας ίσως έχει αξία να υπογραμμίσουμε κάτι που και στο παρόν σεμινάριο δεοντολογίας έγινε εμφανές. Πως μια υπαρξιακή θεραπευτική προσέγγιση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας και διαθεσιμότητας, που βασίζεται στις φαινομενολογικές διαστάσεις της ηθικής και λιγότερο σε κάποια ερμηνευτική θεωρία, οφείλει να ασκεί συνεχή επαγρύπνηση όσον αφορά τα όρια μεταξύ της ευημερίας των ανθρώπων που συνοδοιπορούμε και των δικών μας υποθέσεων, αξιών, αναγκών και επιθυμιών (εμφανών ή αγνοουμένων) και να βρίσκεται σε διαρκή ενημερότητα για την αναγνώριση όλων των συνακόλουθων κινδύνων όπως αυτή θα καθοδηγείται από την εμπειρία, τη διαίσθηση και την προσοχή μας στο εδώ και τώρα της θεραπευτικής πρακτικής. Κυρίως γιατί η στάση μας απέναντι στην ηθική εξαρτάται από το πώς τοποθετούμε τον εαυτό μας σε σχέση με μια φανταστική γραμμή άγνοιας ή σφάλματος που έχει άμεσες επιπτώσεις στον άνθρωπο που φροντίζουμε – είναι πάντα φορτισμένη με την ευθύνη του δικού μας τρόπου ύπαρξης. Ο Kierkegaard μάλιστα υποστήριξε ότι τα ηθικά συστήματα δεοντολογίας ή της τελεολογίας δεν βοηθούν το άτομο σε μια υπαρξιακή θέση (δηλαδή σε οποιαδήποτε κατάσταση στην οποία κάποιος χρειάζεται να επιλέξει) επειδή συχνά είναι πολύ αντικειμενικά και στερούνται της υποκειμενικής ανθρώπινης αλήθειας, απαλλάσσοντας το άτομο από την ευθύνη των επιλογών του. Ωστόσο όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Spinelli, αυτή η ηθική ευθύνη, μόνο μερικώς περιέχεται στους δεοντολογικούς κώδικες συμπεριφοράς και παρότι βασίζεται στην ικανότητά μας να εφαρμόζουμε τις δεξιότητες που έχουμε αποκτήσει με τον πλέον κατάλληλο και γεμάτο σεβασμό τρόπο, δεν μπορεί να είναι απλά ή μόνον «επαγγελματική». Περισσότερο από τέτοια, έγκειται σε ένα πλέγμα ηθικών αρχών που κάθε θεραπευτής επιδιώκει να μεταδώσει με έναν ενσώματο, μη λεκτικό τρόπο – μέσω του ίδιου του Είναι, να είναι με και για τον άλλο που είναι παρών. Θα χρειαστεί λοιπόν συχνά στη διαδρομή μας, στην επαφή με τα δεοντολογικά ερωτήματα που θα αναδύονται, να αντιπαλέψουμε κάθε εύκολο «ναι» ή «όχι», αναζητώντας μια μεγαλύτερη ανοιχτότητα, σε μια προσπάθεια κατανόησης του κόσμου και του πρωταρχικού ζητήματος που αναδύεται από τον τρόπο που κάθε πρόσωπο που συναντάμε αντιμετωπίζει και αποδέχεται την έννοια του «αντικειμενικού» σωστού και λάθους. Αντιπαλεύοντας τη ρευστότητα και την αβεβαιότητά μας, συνεχίζοντας να τις θέτουμε αναπάντητες πολλές φορές ερωτήσεις και τοποθετώντας το επίκεντρο της στόχευσής μας σε έναν, εν τέλει, πιο ειλικρινή έλεγχο των βιωμάτων αυτού του άγνωστου, αυτού που τώρα κάθεται δίπλα μας, θέτοντας το ξανά το πρωταρχικό ερώτημα στον εαυτό μας: είμαστε πρόθυμοι να το επιχειρήσουμε; Ο Guignon γράφει πως η υπαρξιακή έννοια της αυθεντικότητας ενσωματώνει ορισμένα ιδανικά χαρακτηριστικά ενός τολμηρού χαρακτήρα, όπως το θάρρος, η ακεραιότητα, η διαύγεια, η σταθερότητα, η υπευθυνότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη, που μπορούν να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός ανθρώπου ικανού να κάνει ουσιαστικές επιλογές σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Με αυτή την έννοια κάθε υπαρξιακή/ος ψυχοθεραπεύτρια/ης που προσανατολίζεται προς την αυθεντικότητα μπορεί να είναι καλύτερα εξοπλισμένη/ος, ικανή/ος να αξιολογεί διαφορετικές ηθικές απόψεις και τη δυνατότητα εφαρμογής τους σε συγκεκριμένα πλαίσια δράσης. Όπως εξάλλου το έθεσε και ο Sartre: «Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι, από τη στιγμή που ριχτήκαμε στον κόσμο, είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι κάνουμε».
Συντάκτης: Θανάσης Ν. Μανιάτης