Άρθρα

ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΜΑΝΙΑΤΗΣ

Ο Θάνατος ως διαδικασία αποκάλυψης

Image © Valentine Kremer | Unsplash

«Η ζωή έχει σημασία μόνο επειδή υπάρχει ο θάνατος. Όσο τον ξεχνάμε, τόσο η ζωή μετατρέπεται σε ρουτίνα ή αφιερώνεται στη διασκέδαση. Αρκεί, όμως, να σκεφτούμε απλά το θάνατο και να υποχρεωθούμε να τον αντικρίσουμε κατά πρόσωπο, για να βιώσουμε το συναίσθημα της ζωής σε όλη την ένταση και τη συγκινησιακή φόρτισή της. Ο θάνατος, πέραν της αξίας της ζωής, καθορίζει και την ιδιαιτερότητα και την υφή της, την ίδια την ουσία της αφού χωρίς το θάνατο, η ζωή θα ήταν αδιανόητη»

Nicolas Berdiaeff

Στο «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς», σε ένα από τα πλέον επιδραστικά και αριστουργηματικά έργα του μεγάλου Ρώσου κλασικού Λέον Τολστόι, γραμμένο το 1886, μια αιφνίδια και μυστηριώδης ασθένεια φέρνει τον πρωταγωνιστή της νουβέλας, Ιβάν Ιλίτς, αντιμέτωπο με την πραγματικότητα του θανάτου του. Μέσα από μια ιδιοφυή περιγραφή της αγωνιώδους εσωτερικής αναστάτωσης και της υπαρξιακής κρίσης που προκαλεί στον ήρωα του βιβλίου η αναπόδραστη αλήθεια του επικείμενου θανάτου του ο συγγραφέας καλεί και εμάς, ως αναγνώστες, να αναγνωρίσουμε το οδυνηρό, αρχέγονο κάλεσμα. Με περιπαικτική και λίγο ειρωνική διάθεση, ο Τολστόι, τοποθετεί από την αρχή κι όλας της ζωής του τον πρωταγωνιστή να δημιουργεί ένα μπρελόκ με την λατινική φράση: «Respice Finem» που σημαίνει: «αναλογίσου το τέλος» προτρέποντάς τον αδιόρατα, να στοχάζεται καθημερινά το αναπόφευκτο τέλος, την περατότητα της ζωής του. Μοιάζει σαν, για τον συγγραφέα, απαραίτητη προϋπόθεση για την απάντηση στο ερώτημα μιας αυθεντικής ζωής να είναι η αναγνώριση του εφήμερου βίου, της πραγματικότητας του αναπόδραστου θανάτου μας. Ο Τολστόι το θέτει ως μια διαδικασία αποκάλυψης της αλήθειας που οδηγεί στην επίγνωση, ικανή όχι μόνο να μας ανασύρει από τη λήθη της καθημερινότητας όσο κυρίως ως κάλεσμα να αναγνωρίσουμε βαθύτερα την ύπαρξή μας και την παρουσία των άλλων στον κόσμο που μοιραζόμαστε. Για τον Τολστόι μια μη αυθεντική στάση ζωής αναπόφευκτα, κάποτε, θα αμφισβητηθεί από την επίγνωση της περατότητας. Έτσι ο πρωταγωνιστής του, Ιβάν Ίλιτς, μέσα από το φόβο του θανάτου, θα μπει σε μια στάση αμφιβολίας για τον κόσμο του και μέσα από ένα αγωνιώδες τέλος θα κληθεί να αναζητήσει τις απαντήσεις για το δικό του Είναι. Στο κλείσιμο της νουβέλας, μετά από μια αγωνιώδη και επίπονη διαδρομή, θα κατορθώσει να αναγνωρίσει το ρόλο και την καθοριστική ύπαρξη των άλλων στη ζωή του και μέσα από μια στιγμή ενόρασης της προσωπικής του α-λήθειας θα μπορέσει να απελευθερωθεί, θα νιώσει, όπως γράφει ο Τολστόι, το φόβο του θανάτου να χάνεται στο τίποτα επειδή δεν υπάρχει τίποτα, μετατοπίζοντας το κέντρο της αντίληψής του από τον εαυτό του στον κόσμο γύρω του, καταφέρνοντας να αποδεχθεί το δικό του θάνατο με τρόπο σπάνιο και μοναδικό.

Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Τολστόι μας καλεί, μέσω της ιστορίας του Ιβάν Ίλιτς, να αναγνωρίσουμε τη δική μας στάση όχι τόσο απέναντι στην «ιδέα» του θανάτου όσο κυρίως στην αναγνώριση των δυνατοτήτων που αναδύονται από το διαρκή αναστοχασμό του, τοποθετώντας τον παρόντα, εντός της ζώσας εμπειρίας, προς μια συχνά αγωνιώδη και ωστόσο (και ίσως κυρίως λόγω αυτής της αγωνίας ακόμη περισσότερο), ενήμερη ζωή. Στον Heidegger μια τέτοια στάση ορίζεται ως «μέριμνα» για το Είναι της ανθρώπινης ύπαρξης και στο δικό του έργο, προς την αποτύπωση μιας φαινομενολογικής οντολογίας, το «είναι-προς-θάνατον» και η «περατότητα» κινούνται παράλληλα με την κατανόηση των εννοιών της «αποφασιστικότητας», της «αυθεντικότητας», της «επιλογής του εαυτού» καθώς συν-υπάρχουμε «εν-τω-κόσμω». Ο ίδιος παράλληλα εφιστά την προσοχή μας καλώντας μας να είμαστε επιφυλακτικοί καθώς η ορθή κατανόηση της μέριμνας συχνά βρίσκει εμπόδια στη πηγή των παθογενειών του νεωτερικού ανθρώπου αφού συχνά και πρώτιστα, για εκείνον, ο άνθρωπος τείνει να αποπροσανατολίζεται, επιστρέφοντας στην αναυθεντικότητα μέσα από την ανελεύθερη προσκόλλησή του στην ανθρώπινη βούληση. Στη βάση του ωστόσο ο Τολστόι, με αυτό το έργο, τονίζει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης φωτίζοντας τις έγχρονες στιγμές του βίου μας ως σπαρακτικά εφήμερες αφού μας δείχνει πως κάθε πρόσωπο υπόκειται πάντα στο πεπρωμένο μιας περατής ζωής. Προσδίδει έτσι μια αλήθεια συνταρακτική, ικανή να μας αφήσει έντρομους μπροστά στο δέος της ανθρώπινης αδυναμίας, καθώς αναμετριόμαστε με την αλήθεια του θανάτου και ωστόσο δείχνει πως είμαστε εν δυνάμει ικανοί να αγκαλιάσουμε την αγωνιώδη βάση της ύπαρξή μας. Οδηγώντας μας προς μια συγκίνηση, όμοια με αυτή που περιγράφει ο Αρανίτσης, μια συγκίνηση που δεν είναι πηγή ανισορροπίας αλλά που μας προσφέρει πρόσβαση στην κρυμμένη αιθρία του κόσμου, ως μια παρακαμπτήριο προς τα εκεί από όπου τα γεγονότα φωτίζονται έτσι ώστε, εντέλει, σημαντικό να είναι το φως κι όχι αυτά τα ίδια.

Τα παραπάνω μοιάζουν να έχουν καθοριστική σημασία και σε μια φαινομενολογική, υπαρξιακή ψυχοθεραπευτική εργασία τόσο στο πλαίσιο της αναγνώρισής τους όσο και ως κοινά στοιχεία αποκαλύψεων στη βάση των προσωπικών εμπειριών και αντιλήψεων των ανθρώπων που συνοδοιπορούμε, έτσι όπως εκστατικά μπορούν να φανερωθούν στον τόπο της θεραπείας. Πολλές φορές μπορεί κανείς εκεί να διακρίνει τις διαφανείς ή άλλοτε τις υπόρρητες άμυνές μας, όπως την παραπλανητική αντίληψη του εαυτού ως μια προσωπική ιδιαιτερότητα που μπορεί να διαφέρει από την ζωή των άλλων και συνεπώς στο πως μπορεί η επίκλησή της να σταθεί ως άρνηση του θανάτου στη προσωπική μας ζωή. Μπορεί επίσης κανείς να αφουγκραστεί την αγωνία και τη διαφοροποίηση του φόβου στην απώλεια της σωματικής ακεραιότητας της ή των προκλήσεων της υγείας, κυρίως όταν έρχεται σαν κάτι που είναι αδύνατο κανείς να αρνηθεί, καθώς ακυρώνει όλες τις μελλοντικές δυνατότητες μέσα από την επίγνωση του τέλους. Να στοχαστεί ακόμη την μοναχικότητα όλων αυτών των διαπιστώσεων όπου κανείς πολλές φορές αδυνατεί να περιγράψει το μοναδικό εσωτερικό του κόσμο – αυτόν που για τον καθένα μας προκύπτει ως εμπειρία ζωής και είναι αναγνωρίσιμος μόνο από το ίδιο τον εαυτό, από εκείνο το ομίλων πρόσωπο που πασχίζει με το λόγο και την παρουσία του να εκφραστεί και να ακουστεί. Να αναρωτηθεί επίσης για τη δοκιμασία της επίγνωσης και της δυσκολίας, του να προσπαθεί κανείς να ισορροπήσει ανάμεσα στην ομορφιά της ζωής και την ανυπαρξία της αβύσσου. Και ίσως το πλέον ωφέλιμο σε μια υπαρξιακή ψυχοθεραπεία: την αναγνώριση πως η αποδοχή της αλήθειας και του αναπόφευκτου τέλους ενώ αρχικά προκαλεί τεράστια υπαρξιακή αγωνία σταδιακά καλεί σε μια αυθεντικότητα που περνά μέσα από μια ειλικρινή συσχέτιση τον εαυτό, τους άλλους και τον κόσμο, ικανή να οδηγήσει σε ένα ουσιαστικό άνοιγμα προς το Είναι.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Τολστόι, Λ. (2014). Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς. Αθήνα: Ροές