Άρθρα

ΕΥΗ ΔΑΛΛΑ

Αυθεντικότητα

Painting © Henri Matisse | Portrait of Lydia Delectorskaya, 1947

Κατά τον Heidegger (Cohn, 1993), η ύπαρξή μας χαρακτηρίζεται από σκληρά δεδομένα από την αυθεντική αντιμετώπιση των οποίων προσπαθούμε να ξεφύγουμε, καταφεύγοντας σε «τυπικές» συμπεριφορές και μη-αυθεντικούς περισπασμούς. Τα δεδομένα αυτά συμπεριλαμβάνουν:

Throwness. Το γεγονός ότι «ριχνόμαστε» στην ζωή και καλούμεθα να αντεπεξέλθουμε σε συνθήκες και περιστάσεις τις οποίες δεν επιλέξαμε. Αν δεν τις αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά και θαρραλέα, θα δημιουργηθούν διάφορες μη-αυθεντικές αντιδράσεις όπως σύγχυση, έλλειψη κατεύθυνσης στην ζωή μας, αγανάκτηση, εξιδανίκευση, σωματικά συμπτώματα, φυγή μέσω ουσιών, κ.ο.κ.

Being-in-the-World-with-Others. Το γεγονός ότι συνυπάρχουμε με άλλους στην ζωή δημιουργεί άγχος και πιέσεις που ωθούν στην ανάγκη μας για αυτοπροσδιορισμό και για κάποια απομόνωση.

Living-towards-Death.  Πέραν του γεγονότος ότι γνωρίζουμε ότι η ύπαρξή μας έχει«ημερομηνία λήξεως» και ότι η μόνη βεβαιότητα στην ζωή μας είναι ότι θα πεθάνουμε, υπάρχει και ο καθημερινός πόνος του αποχωρισμού, της απώλειας, της αποτυχίας, του τέλους.

Ο Heidegger (Spinelli, 1996), πρότεινε τρεις τρόπους ύπαρξης:

Αδιαφοροποίητος. Το άτομο δεν ψάχνει, δεν ρωτά, δεν προβληματίζεται, αποδέχεται και υπακούει τυφλά τους κανόνες του περιβάλλοντός του.

Μη-αυθεντικός. Αντικατάσταση της προσωπικής και υπεύθυνης θέλησης και της ρεαλιστικής αντιμετώπισης της ζωής με το βύθισμα στην νοοτροπία της «αγέλης»,δηλαδή προβάλλοντας υποτιθέμενα «εμπόδια», ακολουθώντας «δεδομένα» που είναι πιο ευχάριστα ή περισσότερο αποδεκτά κοινωνικά, καταφεύγοντας σε υπεκφυγές και σπαταλώντας χρόνο σε ασχολίες που απλώς «καθησυχάζουν» και «ναρκώνουν».

Αυθεντικός. Η αγχογόνος αναγνώριση των όσων μας παρέχουν η βιολογική δομή και η κουλτούρα μας, τις δυνατότητες, τους περιορισμούς, και τις ευθύνες επιλογής, αντί να αναλωνόμαστε σε ψεύτικες ελπίδες ή σε γκρίνια γιατί τα πράγματα δεν είναι όπως θα θέλαμε ή θα «έπρεπε» να είναι.

Από την σκοπιά του Heidegger, η αυθεντικότητα είναι ένας εφικτός μεν, αλλά πολύπλοκος στόχος, τον οποίο προσπαθούμε διά βίου να προσεγγίζουμε. Το κυνήγημα της αυθεντικότητας κατά τρόπο καταναγκαστικό ή τεχνητό, δεν είναι παρά μία ακόμη εκδήλωση μη-αυθεντικότητας! Όταν κάνω κάτι επειδή «πρέπει» να επιτελέσω ένα καθήκον, η πράξη μου μπορεί να είναι «ορθή», αλλά δεν είναι αυθεντική εφόσον απλά ακολουθώ τους κανόνες και τα πρότυπα της κοινωνίας. Η πράξη μου γίνεται αυθεντική μόνον εφόσον αποτελεί ελεύθερη επιλογή μου και ταυτίζομαι μ’ αυτήν. Δεν είναι μία μάσκα που φορώ ή ένας ρόλος που παίζω παροδικά, αλλά η γνήσια έκφραση του ποια είμαι στην συγκεκριμένη φάση της ζωής μου. Ασφαλώς θα αλλάξω με την πάροδο του χρόνου. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι έρμαιο των περιστάσεων, ή ένα άτομο επιπόλαιο που αποφεύγει να δεσμευθεί αλλά, αντίθετα, ότι κάθε φορά θα δεσμεύομαι ολόψυχα, διατηρώντας το δικαίωμα να αναθεωρώ τις επιλογές μου και να αλλάζω απόψεις. Η αυθεντικότητα για μένα ταυτίζεται με την έννοια του να είμαι ανοικτή στην ζωή, στις σκληρές όσο και τις όμορφες εκφράσεις της, να δέχομαι νέες επιδράσεις και να αξιολογώ την θέση τους στην ύπαρξή μου. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι γίνομαι καλλίτερη σαν άνθρωπος, αλλά πιστεύω ότι μου δίνει την ευκαιρία όχι μόνο να επιλέξω μεταξύ πολλών προτάσεων αυτήν που με εκφράζει πιστότερα, αλλά και ενδεχομένως να δημιουργήσω και κάτι ολότελα δικό μου επιλέγοντας υπεύθυνα μεταξύ των δυνατοτήτων που υπάρχουν.

Ο Sartre είχε σαν βασική θέση ότι στον άνθρωπο «η ύπαρξη προϋπάρχει της ουσίας» (existence precedes essence), δηλαδή ο άνθρωπος δεν είναι ον προκαθορισμένο, όπως είναι, λ.χ. μία καρέκλα. Οι άνθρωποι δημιουργούν τον εαυτό τους μέσω των επιλογών τους και έχουν την ελευθερία όχι μόνο να συγκροτούν τον εαυτό τους, αλλά και να τον αναθεωρούν και να τον αλλάζουν. O Sartre (Holmes, 1998), αποκαλεί την άρνηση αυτής της ελευθερίας «κακή πίστη». Γιατί, όμως, εμείς οι άνθρωποι να θέλουμε να απαρνηθούμε την ελευθερία της ύπαρξής μας;

  • Αποφεύγουμε το άγχος και την αμφιθυμία που μας δημιουργεί η έλλειψη προκαθορισμένου νοήματος – το «τίποτα» της ανθρώπινης ύπαρξης
  • Η επίγνωση των δυνατοτήτων μας και του γεγονότος ότι είμαστε πολύ πιο ελεύθεροι από ότι νομίζουμε, σε συνδυασμό με την ανάγκη αποδοχής των περιορισμών της ζωής μας, μας προξενεί ανυπόφορο άγχος
  • Βρίσκουμε παρηγοριά στα άλλοθι που μας επιτρέπουν να παραμένουμε αδρανείς, «Είμαι αδύναμη, καταθλιπτική, δεν μπορώ να αλλάξω»
  • Οι προκαθορισμένοι ρόλοι όχι μόνο μας επιτρέπουν να προφυλάσσουμε τον εαυτό μας, αλλά καθορίζουν και την συμπεριφορά των άλλων απέναντι μας παρέχοντάς μας κάποια μορφή ελέγχου στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, δεδομένου ότι «κόλαση είναι οι άλλοι»

Τα αντικείμενα δεν έχουν επίγνωση του εαυτού τους, είναι «υπάρξεις-στον-εαυτό-τους» (beings-in-themselves) και μπορούν να υπάρξουν μόνο με συγκεκριμένο τρόπο. Οι άνθρωποι είναι άδειες «υπάρξεις-για-τον-εαυτό-τους» (being-for-themselves), δεν υπάρχει ουσιαστικά τίποτε το οποίο δεν δημιουργούν οι ίδιοι. Είμαστε, κατά τον Sartre, καταδικασμένοι στην ελευθερία και ακόμη και η αποφυγή απόφασης αποτελεί απόφαση. Ο υπαρξισμός δεν πραγματεύεται έναν «πραγματικό εαυτό» (όπως, π.χ. ο Rogers) διότι αυτό υποδηλώνει μία προκαθορισμένη, στατική ύπαρξη, αντίθετη προς την αυθεντική ύπαρξη που μεταβάλλεται διαρκώς δημιουργικά με μία διαδικασία επιλογών που κάνουμε ελεύθερα και υπεύθυνα (Pollard, 2005, σ. 172). Στην ουσία, δημιουργούμε τον εαυτό μας ψάχνοντας, ωριμάζοντας και επιλέγοντας συνειδητά.

Ο φιλόσοφος Charles Taylor (Guignon, p. 136), γράφει ότι ο εαυτός μας αποτελείται από τις ηθικές δεσμεύσεις μας και τις αξίες με τις οποίες έχουμε ταυτισθεί. Αυτές παρέχουν ένα πλαίσιο το οποίο χρησιμοποιούμε για:

  • Να αποφασίζουμε ποια θα είναι η εκάστοτε πορεία μας και να αξιολογούμε τις πράξεις μας
  • Να ξεχωρίζουμε τι θεωρούμε σωστό προκειμένου να προσδιορίσουμε την στάση μας απέναντι στα δεδομένα που αντιμετωπίζουμε
  • Να καθορίζουμε τι είναι σημαντικό για μας και να ιεραρχούμε ανάλογα τις επιλογές μας

Βέβαια η ελευθερία είναι πάντα σχετική, διότι δεν ελέγχουμε τα δεδομένα της συγκεκριμένης στιγμής και της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε. Ομως, έχουμε πάντα την δυνατότητα να προσδιορίσουμε ελεύθερα την στάση μας απέναντη στα δεδομένα. Τα δεδομένα αυτά αφορούν τις βιολογικές μας ιδιότητες, την εποχή και τηνκουλτούρα μας, το παρελθόν μας με όσα «κουβαλάμε», τις δυνατότητες που μας προσφέρει το περιβάλλον, το παρόν με τις ιδιαίτερες πιέσεις και τις ευκαιρίες του. Η ανθρώπινη ύπαρξη χαρακτηρίζεται πάντα από ένταση μεταξύ των δεδομένων που μπορούμε να αλλάξουμε και αυτών που πρέπει να αποδεχθούμε. Είναι αδύνατο, δεδομένων των χρονικών περιορισμών της ζωής, να αξιοποιήσουμε όλες μας τις δυνατότητες. Αυτό δημιουργεί την υπαρξιακή ενοχή.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Cohn, H. (1993). Authenticity and the aims of psychotherapy. Journal of the Society for Existential Analysis, 4: 48-55
Guignon, C. (2004). On Being Authentic. Abingdon: Routledge
Holmes, C. (1998). Bad faith in psychotherapy. Journal of the Society for Existential Analysis, 9(2): 24-34
Pollard, J. (2005). Authenticity and inauthenticity. In van Deurzen, E. and Arnold-Baker, C. (Eds)
          Existential Perspectives on Human Issues. London: Palgrave-Macmillan
Spinelli, E. (1997). Heidegger’s influence upon British psychology and psychotherapy.
          Journal of the Society for Existential Analysis, 8(1): 28-38